1970-71, η καταραμένη χρονιά/ σε 9 μήνες έφυγαν Jimi Hendrix, Janis Joplin, Jim Morrison

Αφιερώματα
Typography
  • Smaller Small Medium Big Bigger
  • Default Helvetica Segoe Georgia Times

Πέρασαν καμμιά 50αριά χρόνια από το καταραμένο 1970/71, όταν σε ελάχιστο διάστημα τρεις τεράστιοι rock καλλιτέχνες, που σημάδεψαν γενιές, έφυγαν από την μάστιγα της εποχής, τα ναρκωτικά.

 

Και οι τρεις τους νεότατοι και βουτηγμένοι στην τρέλλα της εποχής, ναρκωτικά, χάπια, αλκοόλ και καταχρήσεις απίστευτες, τόσες που διαβάζοντας συνεντεύξεις μεγάλων rock stasr που βρίσκονται εν ζωή, λες ''μα πως επέζησαν με τόση κραιπάλη;''

Jimi Hendrix, Janis Joplin, Jim Morrison.

Ο καθένας τους ένας τεράστιος και ξεχωριστός μύθος.

XENTRIX AFIEROMATA Diseno sin titulo 92 885x500

Jimi Hendrix

O Τζίμι Χέντριξ (James Marshall "Jimi" Hendrix, 27 Νοεμβρίου 1942 – 18 Σεπτεμβρίου 1970), γεννημένος ως Τζόνι Άλεν Χέντριξ, ήταν Αμερικανός κιθαρίστας, τραγουδιστής και τραγουδοποιός. Θεωρείται από πολλούς ως ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής.

Ξεκίνησε το 1961 να παίζει διάφορους ρυθμούς μπλουζ της εποχής. Το 1966, μετέβη στο Λονδίνο όπου και δημιούργησε ως Τζίμι Χέντριξ, μαζί με τους Μιτς Μίτσελ στα τύμπανα και τον Νόελ Ρέντινγκ στο μπάσο, το φημισμένο συγκρότημά του, The Jimi Hendrix Experience, που γνώρισε τεράστια επιτυχία ξεκινώντας τις μεγάλες του εμφανίσεις από τη Γαλλία συνεχίζοντας σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, με μεγάλες επιτυχίες τα τραγούδια "Hey, Joe'", "Purple Haze" και "The Wind Cries Mary'". Το 1968, το συγκρότημα διαλύθηκε και τον αμέσως επόμενο χρόνο, ο Χέντριξ συνέχισε με το συγκρότημα Band of Gypsys. Μια από τις πιο γνωστές του εμφανίσεις ήταν αυτή στο φεστιβάλ του Γούντστοκ στις 18 Αυγούστου του 1969, όπου, μεταξύ άλλων, παρουσίασε μια διασκευή του Εθνικού ύμνου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τζίμι Χέντριξ χρησιμοποιώντας στο μέγιστο δυνατό τους ηλεκτρικούς ενισχυτές καθώς και τις δυνατότητες της μουσικής μίξης άνοιξε νέους ορίζοντες στο είδος αυτό της μουσικής, με συνέπεια να καθιερωθεί πολύ γρήγορα.

Βρέθηκε νεκρός στις 18 Σεπτεμβρίου 1970 στο ξενοδοχείο "Samarkand" στο Λονδίνο, όπου διέμενε. Αν και ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε αναρρόφηση τροφών, οι συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό του οφείλονταν σε υπερβολική λήψη βαρβιτουρικών. Ο τελευταίος άνθρωπος που ήταν μαζί του ήταν η Γερμανίδα σύντροφός του Μόνικα Ντάνεμαν.

Στα 15 του χρόνια αγόρασε την πρώτη του ακουστική κιθάρα έναντι πέντε δολαρίων, από ένα γνωστό του πατέρα του. Έμαθε να παίζει, όντας αριστερόχειρας, ακούγοντας δίσκους του Μάντι Γουότερς, του Έλμορ Τζέιμς, του B.B. King, του Τσακ Μπέρι και του Έντι Κόχραν. Το 1959, ο πατέρας του του δώρισε την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα μάρκας "Supro Ozark". Πρώτες του μεγάλες επιρροές ήταν ο Muddy Waters και ο B. B. King.
Στη συνέχεια, έγινε μέλος διάφορων τοπικών συγκροτημάτων, δίνοντας την πρώτη του συναυλία στο υπόγειο μίας Εβραϊκής συναγωγής, στο Σιάτλ. Το πρώτο του επίσημο συγκρότημα ήταν οι Velvetones, ενώ ακολούθησαν οι Rocking Kings με τον Χέντριξ να κερδίζει το κοινό παίζοντας την κιθάρα ενώ την κρατούσε πίσω από το κεφάλι του ή ανάμεσα στα πόδια του.

Στα τέλη του 1963, ο Χέντριξ σχημάτισε τους King Kasuals μαζί με τον Μπίλι Κοξ και μετακόμισαν στο Νάσβιλ όπου έπαιξαν για ένα μεγάλο διάστημα στο "Club del Morocco". Στην επόμενη διετία, συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Ουίλσον Πικέτ, ο Σαμ Κουκ, ο Τζάκι Ουίλσον, κ.α.
Στις αρχές του 1964, παραιτήθηκε από τους King Kasuals και μετακόμισε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, μαζί με την κοπέλα του, Φέι. Λίγο αργότερα, κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό ερασιτεχνών μουσικών στο Apollo Theater, ενώ ξεκίνησε να συνεργάζεται με διάφορα συγκροτήματα της περιοχής. Έγινε μέλος των The Isley Brothers, με πρώτη του ηχογράφηση το σινγκλ "Testify", το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της δισκογραφικής εταιρείας T-Neck τον Ιούνιο του 1964. Μετά από μία περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Χέντριξ αποχώρησε από το συγκρότημα.
Το καλοκαίρι του 1964, βοήθησε στην ενορχήστρωση του τραγουδιού "Mercy Mercy" του Ντον Κόβεϊ το οποίο σκαρφάλωσε στο Top-40 του Billboard, πριν ενταχθεί στους Upsetters του Λιτλ Ρίτσαρντ, παίζοντας στο σινγκλ "I Don't Know What You Got (But It's Got Me)" το οποίο έφθασε στο # 92 των αμερικάνικων τσαρτ. Στη συνέχεια, συμμετείχε στο "My Diary" της Ρόζα Λι Μπρουκς, όπου γνώρισε και τον Άρθουρ Λι των Love.
Στα τέλη Ιουλίου του 1965, απολύθηκε από το σχήμα του Λιτλ Ρίτσαρντ λόγω διαφωνιών με τον τραγουδιστή και επανενώθηκε με τους The Isley Brothers, ηχογραφώντας το σινγκλ "Move Over and Let Me Dance" μέσω της "Atlantic". Στη συνέχεια, έγινε μέλος των Curtis Knight and the Squires, με τους οποίους έπαιξε στο σινγκλ "How Would You Feel".
Το 1966, σχημάτισε τους Jimmy James and the Blue Flames με τον 15χρονο κιθαρίστα Ράντι Γουλφ, τον μπασίστα Ράντι Πάλμερ και το ντράμερ Ντάνι Κάσεϊ. Το συγκρότημα έπαιξε εκτενώς σε κλαμπ της Νέας Υόρκης, μέχρι το Μάιο εκείνης της χρονιάς, όταν και διαλύθηκαν. Η φήμη του Χέντριξ άρχισε να εξαπλώνεται στη Νέα Υόρκη όπου τον ανακάλυψε ο Κρις Τσάντλερ των Άνιμαλς και τον έπεισε να πάει στο Λονδίνο.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1966, ο Τζίμι Χέντριξ έφθασε στο Λονδίνο και τις επόμενες ημέρες έκανε οντισιόν για μπασίστα και ντράμερ. Στις 29 του μήνα γνώρισε τον Νόελ Ρέντινγκ, ο οποίος ανέλαβε το μπάσο ενώ μέχρι τότε έπαιζε κιθάρα, και μία εβδομάδα αργότερα το ντράμερ Μιτς Μίτσελ. Το όνομα του τριμελούς "The Jimi Hendrix Experience" υιοθετήθηκε μετά από πρόταση του μάνατζερ τους, Μάικ Τζέφερι.

Το νεοσύστατο σχήμα έδωσε την πρώτη του συναυλία στις 13 Οκτωβρίου 1966 στο Εβρό της Γαλλίας μετά από πρόσκληση του Τζόνι Χαλιντέι. Μετά από άλλες τρεις ζωντανές εμφανίσεις επί γαλλικού εδάφους, οι Experience επέστρεψαν στην Αγγλία, όπου έγιναν γνωστοί για τις συναυλίες τους και τα υψηλά ντεσιμπέλ στα οποία έπαιζαν, όπως και για τη σπουδαία τεχνική κατάρτιση του Τζίμι Χέντριξ.
Τον Δεκέμβριο του 1966, κυκλοφόρησε το πρώτο τους σινγκλ, η διασκευή στο "Hey Joe" του Μπίλι Ρόμπερτς, το οποίο σκαρφάλωσε στο # 6 των βρετανικών τσαρτ. Στις 11 Ιανουαρίου 1967, έπαιξαν ζωντανά στο κλαμπ "Bag O' Nails", με πληθώρα διασημοτήτων να βρίσκονται στο κοινό, με τον Χέντριξ να κερδίζει τον θαυμασμό μεγάλων μουσικών του είδους όπως ο Έρικ Κλάπτον, ο Μικ Τζάγκερ, ο Τζεφ Μπεκ, κ.α.
Στις 12 Μαΐου 1967, κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο "Are You Experienced?", σκαρφαλώνοντας στη δεύτερη θέση στη Μεγάλη Βρετανία και την πέμπτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνοδευόμενο από τις Top-10 επιτυχίες "Purple Haze" και "The Wind Cries Mary". Το άλμπουμ έχει πλέον βραβευθεί ως τετραπλά πλατινένιο.
Παρά τη μεγάλη αρχική τους επιτυχία στην Ευρώπη, οι Experience αναγνωρίστηκαν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού μετά την εμφάνιση τους στο "Monterey International Pop Festival", στις 18 Ιουνίου 1967. Στο τέλος της εμφάνισης τους, ο Χέντριξ έβαλε φωτιά στην κιθάρα του, επί σκηνής. Στη συνέχεια έπαιξαν για πέντε συνεχόμενες ημέρες στο "Fillmore West" του Σαν Φρανσίσκο, για να περιοδεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγοντας τις εμφανίσεις των The Monkees και ηχογραφώντας νέα κομμάτια για το δεύτερο τους άλμπουμ στα "Mayfair Studios" της Νέας Υόρκης.
Στις 1 Δεκεμβρίου 1967, κυκλοφόρησε ο δεύτερος τους δίσκος με τίτλο "Axis: Bold as Love", σκαρφαλώνοντας στο Top-5 σε Βρετανία και Αμερική. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε μέσα στο 1967 με σκοπό να εκπληρώσουν τον όρο στο συμβόλαιο τους που τους υποχρέωνε να ηχογραφήσουν δύο δίσκους μέσα στο συγκεκριμένο έτος. Ο Χέντριξ δήλωσε απογοητευμένος από το εξώφυλλο του δίσκου, προτιμώντας να επεδείκνυε την προγονική του, ινδιάνικη παράδοση.
Ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος ηχογραφήθηκε στα "Record Plant Studios", με τον Χέντριξ να ηχογραφεί και το μπάσο σε έξι από τα δεκαέξι κομμάτια του άλμπουμ, αφού ο Ρέντινγκ, έχοντας δημιουργήσει το προσωπικό του σχήμα με την ονομασία Fat Matress, δυσκολευόταν να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Σε αυτή την περίοδο, ο κιθαρίστας ξεκίνησε να πειραματίζεται και με άλλους μουσικούς.

Στις 25 Οκτωβρίου 1968, κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τίτλο "Electric Ladyland", ανεβαίνοντας στην κορυφή του Billboard στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δίσκος περιείχε τις επιτυχίες "Burning of the Midnight Lamp", "All Along the Watchtower" και "Crosstown Traffic", όπως και το "Voodoo Child (Slight Return)", το οποίο κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, δύο χρόνια αργότερα ανεβαίνοντας στο # 1 στη Μεγάλη Βρετανία.
Στις αρχές του 1969, οι Experience περιόδευσαν στην κεντρική Ευρώπη, παίζοντας τις δύο τελευταίες τους ευρωπαϊκές συναυλίες στο "Royal Albert Hall" του Λονδίνου, στις 18 και 24 Φεβρουαρίου 1969.
Το συγκρότημα μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι συνεχείς διαφωνίες του Ρέντινγκ με τον Χέντριξ οδήγησαν τον πρώτο σε αποχώρηση, με τελευταία του εμφάνιση στο Pop Festival του Ντένβερ. Ο Χέντριξ κάλεσε τον παλιό του φίλο, Μπίλι Κοξ, μαζί με τον οποίο εμφανίστηκε στο "φεστιβάλ του Γούντστοκ", μία εμφάνιση για την οποία παρέλαβε συνολικά 44.000 δολάρια. Το συγκρότημα εμφανίστηκε στις οκτώ το πρωί της τέταρτης ημέρας του φεστιβάλ, κλείνοντας τις εμφανίσεις των συγκροτημάτων μπροστά σε μικρότερο κοινό σε σύγκριση με τις προηγούμενες ημέρες. Στο set list του, περιλήφθηκε μία εκτέλεση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, ενώ φεύγοντας από τη σκηνή, ο κιθαρίστας λιποθύμησε.

Μετά τη διάλυση των Experience στις αρχές του 1969, ο Χέντριξ δημιούργησε τους Gypsy Sun and Rainbows, οι οποίοι τυπικά εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο φεστιβάλ του Γούντστοκ. Μετά την ένταξη του ντράμερ Μπάντι Μάιλς στο συγκρότημα, ο Χέντριξ υιοθέτησε το όνομα Band of Gypsys.

Πρώτη τους ηχογράφηση ήταν το σινγκλ "Stepping Stone" για τη Reprise Records και έδωσαν τις πρώτες τους τέσσερις συναυλίες στο Fillmore East στα τέλη της χρονιάς. Οι εμφανίσεις τους ηχογραφήθηκαν για να κυκλοφορήσουν μέσω της Capitol, καλύπτοντας τις υποχρεώσεις του καλλιτέχνη για νέο υλικό, ολοκληρώνοντας το συμβόλαιο που είχε υπογράψει το 1966 με το μάνατζερ Εντ Τσάλπιν. Ο δίσκος με την ονομασία "Band of Gypsys" περιελάμβανε νέο υλικό και ανέβηκε στο Top-10 στις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ έχει πλέον βραβευθεί ως διπλά πλατινένιος.

Το συγκρότημα διαλύθηκε, εν μέρει εξαιτίας της απρόβλεπτης και αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του Χέντριξ στη σκηνή και μετά από μία συναυλία στο Madison Square Garden στις 28 Ιανουαρίου 1970, όπου ο Χέντριξ προσέβαλε μία κοπέλα από το κοινό, πριν αποχωρήσει από τη σκηνή, έχοντας παίξει μόλις δύο κομμάτια.

Μετά τη διάλυση των Band of Gypsys, ο μάνατζερ του συγκροτήματος προσπάθησε να επανενώσει τους Experience, προσκαλώντας και πάλι τους Ρέντινγκ και Μίτσελ. Παρ' όλα αυτά, όταν ο Ρέντινγκ έφθασε στη Νέα Υόρκη, του ανακοινώθηκε ότι τη θέση του μπασίστα θα έπαιρνε ο Μπίλι Κοξ.
Στις αρχές του 1970, ηχογράφησαν αρκετά τραγούδια τα οποία κατέληξαν στο άλμπουμ "The Cry of Love". Τον Απρίλιο σταμάτησαν τις ηχογραφήσεις ξεκινώντας να περιοδεύουν από το Λος Άντζελες, όπου έπαιξαν μπροστά σε 20.000 θεατές. Συνέχισαν να πραγματοποιούν ζωντανές εμφανίσεις και να ηχογραφούν στα "Record Plant Studios" της Νέας Υόρκης. Στις 4 Ιουλίου 1970 έπαιξαν μπροστά σε 600.000 θεατές στο "Atlanta International Pop Festival", ενώ η περιοδεία ολοκληρώθηκε στη Χαβάη, στις 1 Αυγούστου.
Τον Σεπτέμβριο του 1970, ήταν προγραμματισμένη μία ευρωπαϊκή περιοδεία για το συγκρότημα, αλλά μετά από δύο συναυλίες στη Σουηδία, δύο στη Δανία και άλλες δύο στη Γερμανία, αποφάσισαν να ακυρώσουν την εμφάνιση τους στο Ρότερνταμ στις 13 Σεπτεμβρίου, αναβάλλοντας την υπόλοιπη περιοδεία.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1970, ο Τζίμι Χέντριξ συνάντησε τη φίλη του, Μόνικα Ντάνεμαν, στο ξενοδοχείο Samarkand του Νότινγκ Χιλ στο Λονδίνο. Μετά από κατανάλωση αλκοόλ, η Ντάνεμαν οδήγησε τον Χέντριξ στην οικία φίλου τους, όπου παρέμειναν για λίγη ώρα και μετά επέστρεψαν στο διαμέρισμα της, στις τρεις τη νύχτα. Σύμφωνα με τη μοναδική μαρτυρία από τη Ντάνεμαν, παρέμειναν άυπνοι μέχρι τις επτά το πρωί, όταν και αποφάσισαν να κοιμηθούν. Τέσσερις ώρες αργότερα, βρήκε τον Χέντριξ ζωντανό αλλά αναίσθητο και χωρίς να μπορεί να ξυπνήσει. Αμέσως, κάλεσε ασθενοφόρο το οποίο έφθασε 18 λεπτά αργότερα και μετέφερε τον Χέντριξ στο νοσοκομείο St. Mary Abbot's, όπου ανακοινώθηκε ο θάνατος του στις 12:45 της 18ης Σεπτεμβρίου 1970. Λίγο νωρίτερα, το μήνυμα που βρήκε ο Κρις Τσάντλερ στον τηλεφωνητή του ήταν μια κραυγή αγωνίας: "Χρειάζομαι βοήθεια".

Ο "μαύρος Έλβις Πρίσλεϊ", ο "Άρθουρ Ρουμπινστάιν της κιθάρας", η "βόμβα Χέντριξ" έσβησε στο απόγειο της καριέρας του. Η νεκροψία έδειξε ότι ο θάνατος του κιθαρίστα προήλθε από πνευμονική αναρρόφηση του εμετού του και ασφυξία ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια βαρβιτουρικών. Αργότερα, η Ντάνεμαν αποκάλυψε ότι ο Χέντριξ είχε λάβει εννέα ταμπλέτες Vesparax, 18 φορές πάνω από την επιτρεπτή δόση. Ορισμένοι αμφισβητούν αυτή την εκδοχή και επιμένουν να χαρακτηρίζουν "μυστηριώδη" τον θάνατο του ειδώλου της νεολαίας της αμφισβήτησης.

Η κηδεία του Τζίμι Χέντριξ πραγματοποιήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1970, στην εκκλησία Βαπτιστών του Ντάνλοπ και η ταφή του στο κοιμητήριο του Γκρίνγουντ στο Ρέντον της Ουάσινγκτον.

Jim Morrison

Ο Τζέιμς "Τζιμ" Ντάγκλας Μόρισον (James "Jim" Douglas Morrison, 8 Δεκεμβρίου 1943 - 3 Ιουλίου 1971) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors. Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής. Έγραψε επίσης αρκετά βιβλία ποίησης, ένα μικρό ντοκιμαντέρ και δύο βίντεο κλιπ (The Unknown Soldier και People Are Strange).

Το περιοδικό Rolling Stone τον τοποθέτησε στη 47η θέση της λίστας "100 καλύτεροι τραγουδιστές όλων των εποχών". Ο Μόρισον εντάχθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame ως μέλος των Doors.

Απεβίωσε στην ηλικία των 27 ετών στο Παρίσι της Γαλλίας, υπό περιστάσεις που ακόμη δεν έχουν διαλευκανθεί. Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήριο "Père Lachaise" τέσσερις ημέρες αργότερα, με την αναγραφή "ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ" στην ταφόπλακα του. Τρία χρόνια αργότερα, η φίλη του Μόρισον Πάμελα Κούρσον πέθανε με πανομοιότυπο τρόπο στα 27 της χρόνια, στην ίδια ηλικία με τον τραγουδιστή των Doors.

The Doors

Μετά την αποφοίτηση του το καλοκαίρι του 1965 από την κινηματογραφική σχολή της UCLA, ο Mόρισον ακολούθησε ένα μποέμικο τρόπο ζωής. Κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού, έγραψε τους στίχους πολλών τραγουδιών που οι Doors αργότερα ηχογράφησαν και έπαιξαν ζωντανά σε άλμπουμ όπως το "Moonlight Drive" και το "Hello, I Love You". Ο Μόρισον και ο Ρέι Μάνζαρεκ ήταν τα πρώτα δύο μέλη των Doors, σχηματίζοντας την ομάδα εκείνο το καλοκαίρι. Είχαν γνωριστεί μήνες πριν ως συμφοιτητές κινηματογράφου. Σύμφωνα με τον Mάνζαρεκ, ήταν ξαπλωμένος στην παραλία Βένις μια μέρα, όπου συναντήθηκε κατά λάθος με τον Mόρισον. Αφού ο Μανζάρεκ εντυπωσιάστηκε με τα τραγούδια που του τραγούδησε ο Μόρισον, του προτείνε να φτιάξουν συγκρότημα. Στη συνέχεια, ο κιθαρίστας Ρόμπι Κρίγκερ και ο ντράμερ Τζον Ντένσμορ εντάχθηκαν στο συγκρότημα. Και τα τρία μέλη είχαν ένα κοινό ενδιαφέρον: παρακολουθούσαν προγραμματισμένα μαθήματα του Maharishi Mahesh Yogi την εποχή εκείνη, αλλά ο Mόρισον δεν συμμετείχε σε αυτές τις σειρές μαθημάτων.

Το 1967, οι Doors γνώρισαν επιτυχία μετά την υπογραφή τους με την δισκογραφική εταιρεία Elektra Records. Το κομμάτι "Light My Fire" έφτασε το νούμερο ένα στα Billboard Hot 100 (από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1967). Αργότερα, οι Doors εμφανίστηκαν στο The Ed Sullivan Show, μια δημοφιλής εκπομπή. Ο Εντ Σάλιβαν ζήτησε δύο τραγούδια από τους Doors για την εκπομπή του, το "People Are Strange" και το "Light My Fire". Οι λογοκρισίες του Σάλιβαν επέμειναν ότι οι Doors έπρεπε να αλλάξουν τους στίχους του τραγουδιού "Light My Fire" "Girl we could not get much higher" για τους τηλεθεατές. Αυτό οφείλεται σε αυτό που θεωρήθηκε ως αναφορά στα ναρκωτικά. Τα μέλη των Doors συμφώνησαν να αλλάξουν τον στίχο σε "girl, we couldn't get much better", αλλά κατά τη διάρκεια της ζωντανής μετάδοσης, ο Μόρισον τραγούδησε τον αρχικό στίχο. Για το λόγο αυτό, το συγκρότημα δεν προσκλήθηκε να εμφανιστεί ξανά στη συγκεκριμένη εκπομπή.

Στις 1 Μαρτίου του 1969, οι Doors εμφανίστηκαν στο "Dinner Key Auditorium" του Μαϊάμι. Ο Μόρισον παρουσιάστηκε στη σκηνή μεθυσμένος, δίνοντας ένα ιδιαίτερα προκλητικό σόου, γεγονός που δημοσιοποιήθηκε σε όλη τη χώρα. Είχε παρακολουθήσει πριν μέρες μια θεατρική παράσταση, και το "ανταγωνιστικό" παίξιμο των ηθοποιών επηρέασε την εμφάνιση του. Οι υπόλοιπες εμφανίσεις της περιοδείας που ήταν προγραμματισμένες μέσα στο Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1969, ακυρώθηκαν από τις αρχές των πόλεων στις οποίες θα εμφανιζόταν το συγκρότημα, με τη δικαιολογία ότι "δεν ήθελαν ροκ συγκροτήματα αμφιβόλου επιπέδου να παίζουν στις πόλεις τους". Μήνες αργότερα, ο Μόρισον έφαγε πρόστιμο για το περιστατικό. Μετά από κάποιες μέρες, ο Μόρισον σκέφτηκε να αποχωρήσει από το συγκρότημα αλλά εν τέλει έμεινε λόγω της επιμονής του Μανζάρεκ.

Περισσότερα για τους ''The Doors'' εδώ... https://el.wikipedia.org/wiki/The_Doors

Janis Joplin

Η «λευκή κυρία» των μπλούζ
Όχι ιδιαίτερα όμορφη εμφανισιακά, με φωνή που παρέπεμπε σε ερμηνεύτριες μπλουζ, η Τζάνις προσπάθησε να αποποιηθεί το σύστημα, τους καθωσπρεπισμούς. Φοιτώντας στις κοινωνιολογικές επιστήμες, με χτενισμένα μαλλιά και πολύ διαφορετική εμφάνιση από αυτήν που την ξέρουμε. Μετά την πρώτη της ηχογράφηση στο σπίτι ενός συμφοιτητή της με την οποία εντάχθηκε στον χώρο της μουσικής, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να κυριευτεί από το πνεύμα της εποχής των 60΄s. Με την κλασσική της πια εμφάνιση των ανακατεμένων μαλλιών και τα φιλελεύθερα πολύχρωμα ρούχα της.

Ήλθε στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχικά ως τραγουδίστρια των Big Brother and the Holding Company και αργότερα με σόλο καριέρα, με συγκροτήματα όπως οι Kozmic Blues Band και οι Full Tilt Boogie Band. Κυκλοφόρησε μόλις τέσσερα στούντιο άλμπουμ (εκ των οποίων ένα μετά θάνατον). Θεωρείται η καλύτερη, ίσως ερμηνεύτρια του μπλουζ και μία από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες της ροκ μουσικής.

To 1995 τιμήθηκε με την είσοδό της στο Rock and Roll Hall of Fame, ενώ το 2005 κέρδισε το βραβείο Γκράμμυ Lifetime Achievement Award. Το περιοδικό Rolling Stone την κατέταξε στην 46η θέση στη λίστα του με τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών το 2004 και στην 28η με τους καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών το 2008. Κατάφερε να «σπάσει» την ανδροκρατούμενη ροκ μουσική σκηνή, μαζί με την πρώτη γυναίκα αρχηγό συγκροτήματος, Γκρέις Σλικ και άλλες ερμηνεύτριες, όπως η Πάτι Σμιθ, η Τζόαν Μπαέζ και η Μαριάν Φέιθφουλ, με αποτέλεσμα να ανοίξει το δρόμο και σε άλλες τραγουδίστριες.

Ο θάνατος της Τζόπλιν, σε ηλικία 27 ετών συγκλόνισε τον κόσμο της μουσικής, ο οποίος είχε μόλις πληγεί μετά την απώλεια του Τζίμι Χέντριξ δύο εβδομάδες νωρίτερα (18 Σεπτεμβρίου του 1970). Ο μουσικός ιστορικός Τομ Μουν έγραψε ότι, «η Τζόπλιν είχε μια αναπάντεχα αυθεντική φωνή». Ο μουσικός αρθρογράφος Τζων Παρέλες των New York Times έγραψε πως, ήταν -ως καλλιτέχνης- «ακατανίκητη και βαθιά ευάλωτη». Η συγγραφέας Μέγκαν Τέρρυ υποστήριξε ότι, η Τζόπλιν ήταν η θηλυκή εκδοχή του Έλβις Πρίσλεϋ, όσον αφορά την ικανότητα της να “αιχμαλωτίζει” το κοινό.

Ο Λέοναρντ Κοέν έγραψε το κομμάτι «Chelsea Hotel #2» για την Τζάνις Τζόπλιν. Στο τραγούδι αυτό, αναφέρεται στη μικρής διάρκειας σχέση του με εκείνη. Υποστηρίζεται επίσης ότι, το κομμάτι Birdsong του Τζέρρυ Γκαρσία, έχει γραφτεί για την Τζόπλιν. Ακόμα το τραγούδι «In the Quiet Morning» της Μίμι Φαρίνα έχει γραφτεί για εκείνη, όπως και η διασκευή του από την Τζόαν Μπαέζ, ως «Come from the Shadows».

H ταινία «The Rose», του 1979, -αρχικά ως «Pearl» (από το παρατσούκλι που είχαν δώσει οι φίλοι της στην Τζόπλιν)- βασίστηκε -εν μέρει- στη ζωή της Τζόπλιν, καθώς η οικογένειά της αρνήθηκε να παραχωρήσει στους παραγωγούς τα δικαιώματα της προσωπικής της ζωής.

To 1988, στήθηκε ένα χάλκινο γλυπτό της Τζόπλιν, στη γενέτειρα της, στο Πορτ Άρθουρ του Τέξας.

To 1992, εκδόθηκε μια βιογραφία της, γραμμένη από την αδελφή της, Λάουρα, με τίτλο «Love, Janis». Σε μια συνέντευξή της, η Λάουρα δήλωσε ότι, η αδελφή της απολάμβανε την παρουσία της στην εκπομπή του Ντικ Κάβετ, ενώ παραδέχθηκε πως, η Τζάνις πέρασε -πράγματι- δύσκολα χρόνια στο σχολείο, αλλά δεν είχε την ίδια αντιμετώπιση από όλους τους συμμαθητές της.

Έχουν γίνει πολλές απόπειρες, για να γυριστεί μια ταινία με θέμα τη ζωή της Τζόπλιν. Οι γνωστότερες είναι: «Janis Joplin: Get It While You Can, Piece Of My Heart» και «The Gospel According To Janis».

Τα απόλυτα ροκ είδωλα που με την παρουσία τους βοήθησαν το ροκ να γίνει το δημοφιλέστερο είδος μουσικής.

Πώς θα ήταν η μουσική αν δεν πέθαιναν τόσο νέοι;

Η ιστορία αξιολογείται με τον τρόπο που γράφεται και οι τρεις τους δεν θα ξεχασθούν εύκολα.

Υπάρχει αρκετό υλικό, ειδικά από Doors και Hendrix για να το απολαύσουν μικροί και μεγάλοι, η απώλεια τους όμως, μέσα σε 9 μήνες, θα μείνει αξέχαστη και σημάδεψε το ροκ.