Το ρεμπέτικο τραγούδι και οι ιστορικές του ρίζες

Αφιερώματα
Typography
  • Smaller Small Medium Big Bigger
  • Default Helvetica Segoe Georgia Times

Ρεμπέτικο τραγούδι (ή γενικά στον πληθυντικό Ρεμπέτικα) ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του,

περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκε στα λιμάνια ελληνικών πόλεων, όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Την ίδια περίπου εποχή αναπτύχθηκε στα Ταμπάχανα Πάτρας μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού. Πλέον, ανήκει επίσημα στον κατάλογο μνημείων άϋλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.

a16924a5a158c66608b009460f8e63dd L

                          Η περίφημη ''Τετράς του Πειραιά'', Βαμβακάρης, Μπάτης, Παγιουμτζής, Δελιάς

Ονομασία
Όπως μας πληροφορεί ο ερευνητής του ρεμπέτικου Πάνος Σαββόπουλος, η λέξη ρεμπέτικο είναι δυσετυμολόγητη (15 ετυμολογικές εκδοχές καταγράφει στο άρθρο του), πάντως πρωτοεμφανίζεται ανάμεσα στα 1910 και 1913 σε ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου:

-ο ένας εκδόθηκε μάλλον το 1912 στην Κωνσταντινούπολη από τη δισκογραφική εταιρεία ORFEON RECORD με αριθμό 10188. Στη μια του πλευρά υπάρχει το τραγούδι «Απονιά», αρχικά επιθεωρησιακό που σημείωσε επιτυχία στη Σμύρνη και έπειτα ηχογραφήθηκε. Στην ετικέτα του δίσκου και δίπλα στον τίτλο, μέσα σε παρένθεση, υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ.
-Ο άλλος δίσκος ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μάλλον το 1913 από τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία FAVORITE RECORD. Στη μια πλευρά του δίσκου υπάρχει το γνωστό τραγούδι Τίκι τίκι τακ άγνωστου δημιουργού με ερμηνευτή τον Γιάγκο Ψαμαθιανό. Κάτω από τον τίτλο υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ.
Οι ίδιοι οι ρεμπέτες αποκαλούσαν τα τραγούδια τους απλά «λαϊκά τραγούδια». Ο όρος «ρεμπέτικο» καθιερώθηκε στη δεκαετία του '60, κυρίως λόγω της δουλειάς του Ηλία Πετρόπουλου, για να συμπεριλάβει όλην την προγενέστερη λαϊκή μουσική, αλλά και άλλα είδη όπως τα σμυρναίικα, τα πολίτικα, τα μουρμούρικα και άλλα αδέσποτα τραγούδια, που δεν έχουν στενή μουσικολογική σχέση μεταξύ τους.

Κατά μία άποψη, η χρήση του όρου «ρεμπέτικο» ήταν πιο εύηχη από το «λαϊκό», διότι το λαϊκό παραπέμπει ευθέως στο λαό, που γράφει ακούει και εκφράζεται με αυτή τη μουσική (δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Ελληνικό Λαό). Λαϊκή μουσική ήταν όμως και η πλακιώτικη και επτανησιακή καντάδα. Ο όρος «ρεμπέτικο» είναι πιο συγκεκριμένος, εάν και λαϊκά εννοεί συνήθως τα ρεμπέτικα.

Οι ρίζες της λέξης προέρχονται πιθανότατα από την τουρκική γλώσσα (ρεμπέτ σημαίνει ανυπότακτος) ή από τη σερβική (επίσης ρεμπέτ όπου όμως εδώ δίδεται η έννοια του αντάρτη), που ταιριάζει με την βενετική rebelo (αντάρτης) και την ισπανική rebelde (αντάρτης, επαναστάτης).

Ιστορία
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του ρεμπέτικου, χωρίζει την ιστορία του ρεμπέτικου σε τρεις περιόδους:

1922-1932 - Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από τη μουσική της Σμύρνης.
1932-1942 - Η κλασική περίοδος.
1942-1952 - Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής.

Προϊστορία
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα «μουρμούρικα». Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα «γιαλάδικα», που πήραν τ' όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη «γιάλα -γιάλα» ή «αμάν γιάλα» ή «γιαλελέλι». Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ' εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους Καφέ Αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν' αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα ως τουρκοειδή.

Σημειώνεται πως ένα χρόνο πριν το 1935, τα αμανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα ως κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.

Περίοδος της κυριαρχίας των σμυρναίικων στοιχείων
Το 1922 είναι η χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής την οποία ακολουθεί η αναγκαστική πλέον ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πολλοί μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις.

Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά (όπως σε όλες τις μουσικές) αλλά και μάγκικα τραγούδια (π.χ. τραγούδια της φυλακής, ναρκωτικά).

123 2 10

Κλασική περίοδος

«Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς» το πρώτο επαγγελματικό συγκρότημα «μπουζουκομπαγλαμάδων»

Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Την επόμενη χρονιά, το 1933, καταγράφονται οι πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα από τον Γιώργο Μπάτη σε δίσκο που δεν κυκλοφόρησε αμέσως και τον Μάρκο Βαμβακάρη με το «Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου». Το 1934 δημιουργείται η πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία με την ονομασία «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστο Δελιά.

Εκείνη την εποχή βγήκαν μερικά από τα σπουδαιότερα ρεμπέτικα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ. Υπεύθυνοι γι’ αυτό, εκτός από τον Βαμβακάρη, ήταν ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Εϊτζιρίδης (περισσότερο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς), ο Ανέστος Δελιάς, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου και ο Στράτος Παγιουμτζής. Ακολούθησαν ο Μπαγιαντέρας, ο Κερομύτης, ο Παπαϊωάννου.

Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες κ.λ.π. εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις. Πάντως, μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι.
Με τη κήρυξη του πολέμου το 1940 γράφτηκαν αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια για τον πόλεμο, όπως χαρακτηριστικά τέτοια ήταν «Ο Μάρκος φαντάρος» (Μ. Βαμβακάρη), «Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι», «Στης Πίνδου τα βουνά», «Γλυκό νά 'ναι το βόλι», (και τα τρία του Μπαγιαντέρα), «Τον πόλεμο μας κήρυξες» (του Καρίπη), «Θα πάρω το τουφέκι μου» (του Κηρομύτη), κ.ά. Με την γερμανική κατοχής το 1941, τα εργοστάσια των δισκογραφικών εταιρειών κλείνουν και οι ηχογραφήσεις σταματούν έως το 1946.

Εποχή της μαζικής αποδοχής
Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε μια νεώτερη μορφή του ρεμπέτικου το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο και άνοιξε το δρόμο της ευρύτερης πλέον αποδοχής του μουσικού είδους και του μεταγενέστερου λαϊκού τραγουδιού. Γνωστοί καλλιτέχνες του είδους είναι οι: Ζακ Ιακωβίδης, Κώστας Καπνίσης, Tάκης Mωράκης, Γιώργος Μουζάκης και άλλοι.

Στη δεκαετία του '60, αρχίζει η εποχή της «πρώτης αναβίωσης» του ρεμπέτικου, όπου και επανηχογραφούνται παλαιότερες επιτυχίες και εκδίδονται μελέτες πάνω στο θέμα και ανθολογίες τραγουδιών, από συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, βιογραφίες ρεμπετών, ενώ γίνονται και αρκετές νέες ηχογραφήσεις (την πρώτη «μελέτη» όμως έχει παρουσιάσει ο Μάνος Χατζιδάκις ήδη μετά την κατοχή). Όμως από το 1944 ο Νίκος Σκαλκώτας θα εισάγει τη ρεμπέτικη μουσική στην Ελληνική συμφωνική δημιουργία: πρόκειται για το κονσέρτο για δύο βιολιά όπου εντάσσει, στο δεύτερό του μέρος, το Θα πάω εκεί στην Αραπιά του Βασίλη Τσιτσάνη. Τον επόμενο χρόνο ο συνθέτης Γιάννης Α. Παπαϊωάννου θα χρησιμοποιήσει σε δικό του συμφωνικό έργο, τον «Βασίλη Αρβανίτη», ένα ζεϊμπέκικο.

Το ρεμπέτικο στις Η.Π.Α.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική καταστροφή, αλλά και πριν από αυτήν, μεγάλος αριθμός Ελλήνων μετανάστευσε στις Η.Π.Α., μεταφέροντας εκεί την ελληνική μουσική παράδοση, αλλά και το ρεμπέτικο. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα ηχογραφούνται από αμερικάνικες εταιρείες σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια.

Το 1919 ιδρύονται οι πρώτες ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες και από τα μέσα της δεκαετίας του '20 υπάρχουν ηχογραφήσεις τραγουδιών τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ρεμπέτικα, πριν ακόμα αρχίσουν οι ηχογραφήσεις στην Ελλάδα. Μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γράφονται και ηχογραφούνται αρκετά πολύ αξιόλογα κομμάτια, ενώ η συνεργασία ελλήνων με ξένους μουσικούς δίνει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

mpaglamas

                                                               Η Μελίνα παρακολουθεί με δέος τον Γιάννη Παπαϊωάννου με τον μπαγλαμά του

Μουσικά όργανα και ορχήστρα
Ο μπαγλαμάς, όργανο που έχει συνδεθεί στενά με τη ρεμπέτικη μουσική.
Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού της κλασικής περιόδου είναι το μπουζούκι και η κιθάρα. Το μπουζούκι είναι το σολιστικό όργανο και παίζει την μελωδία, ενώ η κιθάρα αναλαμβάνει το ρυθμικό μέρος -με παίξιμο «μπασοκίθαρο» όπως λέγεται ο χαρακτηριστικός τρόπος παιξίματος της λαϊκής κιθάρας. Συχνά υπάρχουν δύο μπουζούκια που παίζουν διφωνίες (πρίμο-σεγόντο) ή και ψηλά-χαμηλά. Καμιά φορά συμμετέχει και ο μπαγλαμάς σαν σολιστικό συμπλήρωμα του μπουζουκιού, αν και τις περισσότερες φορές παίζει ρυθμό.

Ενίοτε χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, το κοντραμπάσο, και ως κρουστά τα κουτάλια, τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι. Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις.

Θεματολογία

Η θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών κινείται σε χώρους συνηθισμένους σε κάθε είδος μουσικής, π.χ. έρωτας, αλλά και στο χώρο της μαγκιάς. Αρχικά κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο και η θεματολογία ναρκωτικά - φυλακή - παρανομία. Σταδιακά και με την εξάπλωση του ρεμπέτικου σε ευρύτερες μάζες η τα μάγκικα τραγούδια πέρασαν στο περιθώριο, και αναδεικνύονται πολλά κοινωνικά θέματα χωρίς βέβαια να χάσει τη πρωτοκαθεδρία του ο έρωτας.

Έχουν γραφτεί ρεμπέτικα τραγούδια για θέματα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά (χασίς, κοκαΐνη κ.α.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η μητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά» θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και καημούς των ανθρώπων, και άλλα.

Ειδικότερα για τους ρεμπέτες χαρακτηριστικοί υπήρξαν οι «αισιόδοξοι» στίχοι δύο κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών:

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ' αγαπούνε,
μόλις θα μ' αντικρύσουνε θυσία θα γενούνε. (στίχοι, σύνθεση Μ. Βαμβακάρη)
--------------------------------------------------------------------
Εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά, μες' τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά.
Παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα χρόνια και καλά. (στίχοι σύνθεση Απ. Καλδάρα)

vamvakaris

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
O πατέρας του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ του μουσικού αυτού είδους που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής ελληνικής παράδοσης. Με όποιον τρόπο και να αποκαλέσει κάποιος τον Μάρκο Βαμβακάρη, που πέθανε στις 8 Φεβρουάριου του 1972,το σίγουρο είναι ότι, η τέχνη του συριανού αυτού ποιητή και μουσικού, όχι μόνο είναι ένα από τα σημαντικότερα δείγματα αυτής της παράδοσης, αλλά ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι ζωντανή. Μπορεί το ρεμπέτικο τραγούδι να μην υπάρχει πια, να έσβησε όταν αφομοιώθηκε από την κοινωνία το είδος του περιθωριακού ανθρώπου που το δημιούργησε και το υπό στήριξε, όμως η μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη δείχνει μια δημιουργία, που ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της απομονωμένης μικροκοινωνίας.

"Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχή συνοικία της Άνω Χώρας, ονομαζόμενης Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέρα Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή από γονείς πάμφτωχους.

Στα 1917 ο Μάρκος έρχεται στον Πειραιά και πεθαίνει στην Κοκκινιά στις 8 Φεβρουαρίου 1972. Στην ιστορία της ζωής του Μάρκου αναγνωρίζουν την ζωή τους οι χιλιάδες των ξεριζωμένων που οι συνθήκες, εσωτερικές και εξωτερικές αποδιοργανώνουν τοις βάσεις της κοινωνικής τους ύπαρξης και σπρώχνουν στο περιθώριο και την υποπρολεταριοποίηση. Για τον ίδιο μάλιστα η διαδικασία αυτή έχει συντελεστεί πριν από μια τουλάχιστον γενιά, δεδομένου ότι, το περιβάλλον όπου περνά τα πρώτα παιδικά του χρόνια, παρουσιάζει έντονα τα σημάδια της αστικής ανάπτυξης και αυτά από τον 19 αιώνα. Ο πατέρας του Μάρκου πότέ καλαθοπλεχτης και πότε καρβουνιάρης, θα πεθάνει αφήνοντας τη γυναίκα του και έξη παιδία, δυο κορίτσια και τέσσερα αγόρια, μέσα στην πιο μαύρη μιζέρια. Η μανά του από τον πρώτο καιρό του γάμου της δουλεύει στις φάμπρικες και αργότερα θα την ακολουθήσει η μεγάλη κόρη της στα δεκαεφτά της χρόνια. Από τα αδέρφια του ο ένας θα τρελαθεί από το χασίσι, άλλος θα γίνει εγκληματίας.

Ο Μάρκος μπαίνει στη δουλεία από εφτά χρόνων παιδί, αρχικά σαν βοηθός κοντά στην μάνα του στο κλωστήριο Δεληγιάννη στη Σύρα, όπου δούλευε τότε. Για λίγο δουλεύει και μαζί με τον πατέρα του στο πλέξιμο καλαθιών, όμως πολύ γρήγορα αποκόβεται από τους γονείς του και πέφτει "στα ξένα χέρια". Παραγιός σε μανάβικα, μπακάλικα, χασάπικα, εφημεριδοπώλης, λουστράκι. Θα περάσει ολόκληρη την παιδική ζωή του μέσα στην περιπλάνηση, τη ξυπολησιά, τις κακουχίες, τις αρρώστιες, τη σκληρή δουλεία, την έσχατη ολική εξαθλίωση. Το σχολείο εγκαταλείπεται από την τέταρτη τάξη δημοτικού και την κοινωνικοποίηση της προσωπικότητας του αναλαμβάνει εξ΄ ολοκλήρου ο κόσμος της αλητείας, της κλοπής, των τυχερών παιχνιδιών και των κακόφημων οίκων της Ερμούπολης, που αυτή την εποχή βρίσκεται σε μεγάλη άνθιση. Χαρακτηριστική είναι η θητεία του μικρού Μάρκου σαν εφημεριδοπώλης στην υπηρεσία κάποιου Ζούλα, τοπικού εκδότη, που είχε κάτω από την εκμετάλλευση του καμιά τριανταριά παιδάκια ανάλογης ηλικίας. Τα έντυνε ομοιόμορφα για διαφημιστικούς σκοπούς και τους παραχωρούσε φαγητό και ύπνο με αντάλλαγμα να δουλεύουν γι’ αυτόν. Το υπνωτήριο εκείνο ήταν σωστό διαφθορείο, άντρο κλεφταράδων και μυστήριων. Έτσι μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον με τις διαρκείς εφόδους της αστυνομίας, το ξύλο από τους αστυφύλακες και τις κλοτσιές από τα αφεντικά και τους μεγάλους, τις απόπειρες ασέλγειας, τη κόπωση από μια δουλεία δώδεκα και δεκατριών ωρών την ημέρα θα σκληρύνει και θα ωριμάσει την προσωπικότητα του μικρού βιοπαλαιστή. Όταν σε ηλικία 13 ετών βρίσκεται λαθρεπιβάτης για τον Πειραιά, έχει αφήσει πίσω του ήδη μια ζωή.

Εγκαθίσταται αρχικά στα Ταμπούρια και πιάνει δουλεία σαν χαμάλης γαιανθρακεργάτης στο λιμάνι. Μετά από λίγο θα τον ακολουθήσει και ολόκληρη η οικογένεια. Τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά του χρόνια περνούν μέσά σε συνθήκες σκληρότερης δουλειάς, χαμαλίκια στο τελωνείο, ξεφορτωτής κατόπιν στις μαούνες και εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά.

«Πήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο από την Προύσα. Μόλις πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και συλλογιζόμουνα πώς ν’ ανέβω τώρα το γκρεμό να φύγω; Αρχίνησα με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφτασα ως πίσω από το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών και δεν ερχόντουσαν μαζί στη σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχαν δικό τους νταραβέρι…», γράφει στην αυτοβιογραφία του ο σπουδαίος ρεμπέτης, περιγράφοντας μια εμπειρία του στη σπηλιά του Κουλού, ένα απόκρημνο μέρος στην ακτή της Δραπετσώνας.

Ο Μάρκος είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του ρεμπέτικου, όπως μας παρουσιάζεται διαμορφωμένο την δεκαετία του '30, κυρίως στον Πειραιά . Μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστο Δελιά και τον Στρατή Παγιουμτζή σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που εμφανίζεται το καλοκαίρι του 1934 στην Δραπετσώνα. Ήταν η περίφημη ''Τετράς του Πειραιώς''. Άρχισαν να ηχογραφούν μέχρι την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας σε δίσκους 78 στροφών. Απ’ αυτό το σημείο και έπειτα αρχίζει η ηχογράφηση δίσκων στην Ελλάδα. Ο Μάρκος και η κομπανία του θα βοηθήσουν τους υπόλοιπους τραγουδιστές δίνοντας βάσεις για μια καινούργια εποχή τραγουδιού στην Ελλάδα.

23454

Η ''ΤΕΤΡΑΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήρθε από τη Σύρο, ο Ανέστης Δελιάς από τη Σμύρνη, ο Στράτος Παγιουμτζής από το Αϊβαλί και ο Γιώργος Μπάτης από τα Μέθανα.

Είχαν διαφορετικές ηλικίες, διαφορετική καταγωγή, τους ένωνε όμως η μουσική, το τραγούδι, η αγάπη για το αυθεντικό. Συναντήθηκαν γύρω στο '30, στα καφενεία και στις γειτονιές του Πειραιά. Ηταν τότε που ο νεαρός 29χρονος Μάρκος τούς καλεί να δουλέψουν παρέα, να φτιάξουν τραγούδια και να κάνουν μαζί εμφανίσεις.

Ετσι γεννιέται η «Τετράς του Πειραιά». Ενα μουσικό σχήμα που άλλαξε το τραγούδι. Ο Γιώργος Μπάτης κόντευε τα 50, ο Στράτος Παγιουμτζής τα 30 και ο Ανέστης Δελιάς, ο μικρότερος της παρέας, τα 22 του χρόνια. Η συνεργασία τους γέννησε το Πειραιώτικο Ρεμπέτικο.

vamvakaris 1

                                                                                     Ο Μάρκος Βαμβακάρης

Ογδόντα χρόνια μετά, η μουσική παράσταση «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» θυμάται μουσικές και τραγούδια που έμειναν αθάνατα. Η ιδέα και η καλλιτεχνική διεύθυνση ήταν της Λίνας Νικολακοπούλου.

Η ιστορία της «Τετράδος» ξεκινά κάπου το καλοκαίρι του 1934, χρόνια ταραγμένα τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά -με την Ελλάδα σε πτώχευση από το 1932. Η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» κουρδίζει μπουζούκια, μπαγλαμάδες και φωνές και ερμηνεύει μερικά από τα ομορφότερα τραγούδια του ρεμπέτικου. Στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, κοντά σην Ανάσταση στη Δραπετσώνα, οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής και Ανέστης Δελιάς φτιάχνουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, που σύντομα θα άλλαζε τη φυσιογνωμία του ελληνικού τραγουδιού.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ο εμπνευστής της και ο Γιώργος Μπάτης εκείνος που τη βάφτισε με το λαμπερό καθαρευουσιάνικο τίτλο «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».

10991196 10204599807647969 3487527920762013802 n

                                                                           Ο Γιώργος Μπάτης

Ενα πρωτοποριακό για την εποχή του μουσικό σχήμα γεννιέται και μαζί του όμορφα τραγούδια, που μιλούσαν για τον έρωτα, τη φτώχεια, τον καημό, την απελπισία. Για τη ζωή σε καιρούς δύσκολους.

Συναντιούνται σε καφενεία και ταβερνεία της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, κατεβαίνουν στα βράχια της Πειραϊκής κι ερμηνεύουν τραγούδια αληθινά, που καθιερώθηκαν ως πειραιώτικα ρεμπέτικα τραγούδια.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης το 1924 πρωτάκουσε μπουζούκι κι έβαλε τα δυνατά του να γίνει ο πρώτος παίκτης. Εως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια,

Ο Στράτος Παγιουμτζής, γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Από μικρός κι αυτός στο μεροκάματο. Ηταν ο βασικός τραγουδιστής τής κομπανίας κι έλεγαν γι' αυτόν ότι «στο λαιμό του είχε φωλιές από αηδόνια».

Stratos Pagioumtzis

                                                                                  Ο Στράτος Παγιουμτζής

Ο Ανέστης Δελιάς, γεννημένος στη Σμύρνη, ήρθε στην Ελλάδα το 1920 και εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα. Γιος του Παναγιώτη Δέλιου, σαντουρίστα φημισμένου σε όλη τη Μικρά Ασία, στα 17 του χρόνια έπαιζε κιθάρα. Μπουζούκι έπιασε στα χέρια του το 1930 με την προτροπή του Μάρκου.

Ο Γιώργος Μπάτης γεννημένος, άλλοι λένε το 1885 κι άλλοι το 1890, στα Παλαιά Λουτρά Μεθάνων, ήρθε στον Πειραιά 8 χρόνων. Το 1908 στρατεύτηκε και υπηρέτησε ώς ... το 1920: από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων», το 1912, ώς τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Εμαθε μπαγλαμά στις στρατιωτικές φυλακές όπου τον έκλειναν τακτικά γιατί λιποτακτούσε. Επαιζε και τραγουδούσε σε τεκέδες και ταβερνάκια του Πειραιά.

www.lifo .gr

                                                                      Ο Ανέστης Δελιάς

Το 1925 άνοιξε το πρώτο του χοροδιδασκαλείο «Κάρμεν»», στη Δραπετσώνα, και το 1931 ένα καφενείο-τεκέ, το «Ζωρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη), όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Ηταν η γέφυρα μεταξύ της παλαιότερης και της νέας γενιάς του Πειραιώτικου Ρεμπέτικου.

88d178b4082e93533798a48a030aa33b

                                                                                Διαφήμιση του 1936 με την μαγική τετράδα

Οι μυθικές ιστορίες
Από τη βιογραφική έκδοση Άγιος Βαμβακάρης καταγράφουμε μια επική ιστορία που έχει για πρωταγωνιστή τον Μπάτη και το μυθικό κουαρτέτο για μία συναυλία στην Κρήτη. Εκεί έχουν ξεμείνει από λεφτά και ο Μπάτης αποφάσισε να υποδυθεί τον φαρμακοποιό και με διάφορα τρικ, ψεύτικα πόσιμα προϊόντα και μαντζούνια, να αποσπάσει χρήματα από εύπιστους χωριανούς. Συγκεκριμένα, έλεγε ότι, πούλαγε μια θαυματουργή σκόνη, που έκανε καλό στα δόντια. Μπορείτε να φανταστείτε τι ακριβώς ήταν αυτή η «σκόνη». Μια μέρα τον πλησίασαν δυο γέροντες Κρητικοί και του ζήτησαν να πάει στο κτήμα τους και να τους σώσει από μια δύσκολη κατάσταση.

Ο γιος του Μάρκου, Στέλιος Βαμβακάρης, διηγείται: «Λέει ο Μπάτης στον Στράτο που εκτελούσε χρέη βοηθού, πάρε το βαλιτσάκι με τα σέα και πάμε στο κτήμα να δούμε τι γίνεται. Το πρόβλημα λοιπόν που αντιμετώπιζαν οι Κρητικοί, ήταν ότι ένας γάιδαρος που είχαν, ήταν σε παροξυσμό και δεν μπορούσε να τον πλησιάσει κανείς, γιατί κλώτσαγε σαν τρελός. Ο Μπάτης λέει στους ιδιοκτήτες του, πηγαίνετε έξω από τον στάβλο και αφήστε εμάς να κάνουμε τη δουλειά μας. Εκεί λοιπόν η θρυλική τετράς κλεισμένη στον στάβλο, έβγαλε το φάρμακό της και άρχισε να μαστουριάζει, κάνοντας “ανάποδες” με τον γάιδαρο, μέχρι που έπεσαν τα αυτιά του ζωντανού και την άκουσε στέρεο.

Βγαίνει η τετράδα έξω από τον στάβλο σαν να μην τρέχει τίποτα, τους δίνουν όλο χαρά οι Κρητικοί και 100 δραχμές για το θαύμα.Τα θαύματα όμως μερικές φορές δεν κρατάν για πάντα και όταν ξεμαστούρωσε ο γάιδαρος, κλώτσησε πάλι τον ιδιοκτήτη του. Δεν ήθελαν και πολύ οι Κρητικοί και βγήκαν να κυνηγήσουν τους απατεώνες κτηνιάτρους, οι οποίοι κρύφτηκαν στο λιμάνι και κατάφεραν και έφυγαν με το πρώτο πλοίο, με τον τρελό Μπάτη να κουνάει μάλιστα και λευκό μαντήλι στους Κρητικούς που τους έψαχναν να τους σκοτώσουν».

maxresdefault

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑ'I'ΩΑΝNΟΥ
Η ζωή και η ιστορία του Γιάννη Παπαϊωάνου είναι η μαρτυρία ενός γνήσιου λαϊκού καλλιτέχνη , ενός βάρδου της ψυχής. Στην πολύχρονη καριέρα του πέρασε μέσα από φωτιά και σίδηρο. Είδε εποχές δύσκολες, όχι μόνο για μουσικούς, αλλά για την Ελλάδα ολόκληρη: μικρασιατική καταστροφή, πείνα, φτώχια, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας εμφύλιος, κατοχή, δυο δικτατορίες, ξενιτιά. "τριανταπεντε χρόνια στο πάλκο, μέσα στη vύχτα, στη βρωμιά, που έχεις να κάνεις με κάθε καρυδιάς καρύδι, από ανθρώπους του σχοινιού και του παλουκιού μέχρι μορφωμένους λεφτάδες και βαλε, είδα τόσα και έζησα τόσα που δεν φτάνει όλο το χαρτί του κόσμου για να γραφτούνε", λεει ο ίδιος στην αυτογραφία του ντόμπρα και σταράτα. Πάνω στο πάλκο, μέσα στην νύχτα, ο Γιάννης Παπαϊωαννου αποτύπωσε στα τραγούδια του τις χαρές, τις λύπες, τους καημούς και τα σκιρτήματα του ελληνικού λαού, δίνοντας μια ολόκληρη ζωή σε αυτό που ονομάζεται ελληνικό τραγούδι.

O μπάρμπα-Γιάννης όπως τον αποκαλούν όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, ήταν ο πρωτομάστορας, ο πρωτοπόρος που ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, μουσικών και τραγουδιστών. Τριάντα πέντε χρόνια σε σκηνές λαϊκών μαγαζιών, οχτακόσια τόσα τραγούδια, εμφανίσεις και περιοδείες στην Ελλάδα και στην βόρειο Αμερική και μια πλούσια δισκογραφία μαρτυρούν την κολοσσιαία συνεισφορά του. Μερικά από τα τραγούδια του όπως η Ψαροπούλα και η Φαληριώτισσα που βρίσκονται ακόμα στα χείλια μας και στις καρδιές μας είναι μια ζωντανή απόδειξη της διαχρονικότητας του έργου του, του έργου ενός μεγάλου συνθέτη.

Ο Γιάννης Παπαιωάννου γεννήθηκε στη Κίο της Προποντίδας το 1913 της μικρά Ασίας. Δυο χρονών ορφάνεψε από πατέρα. Αυτό ήταν το πρώτο χτύπημα στη σκληρή ζωή του. Το δεύτερο χτύπημα ήρθε μετά από μερικά χρόνια το 1922. Η φρίκη της καταστροφής και του ξεριζωμού αποτυπώθηκε βαθιά στον 9χρονο Γιάννη, συνοδεύοντας τον σε όλη την ζωή. Φεύγοντας από την Κιο μαζί με την μητέρα του Χρύσα και την γιαγιά του και με μόνη περιούσια μια μαξιλαροθήκη, όπου είχαν φυλαγμένα κάποια χρυσαφικά, πήγαν αρχικά στην Σαμοθράκη και τελικά κατέληξαν στον Πειραιά. Αφού αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, πήγαν και έμειναν στις τζιτζιφιές μαζί με τους θείους τους και την υπόλοιπη οικογένεια του.

Η πείνα τον ανάγκασε να παει Στην δουλεία από μικρός. Ξεκίνησε δουλεύοντας σε ένα συνεργείο και ύστερα βγήκε στις οικοδομές. Η σκληρή βιοπάλη του απαγόρευσε να συνεχίσει το σχολείο. Φτάνουμε λοιπόν στο 1928. Ο μπάρμπα-Γιάννης ξεκίνησε να παίζει μουσική με μια φυσαρμόνικα, αλλά η σχέση του με τη μουσική θα παρέμενε σε εκείνο το επίπεδο, αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο.

Όσο αστείο και αν φαίνεται, η μάνα του μπάρμπα-Γιάννη του πήρε ένα μαντολίνο, για να μην παίζει ποδόσφαιρο, επειδή φοβόταν μην ξανατραυματιστεί, όπως είχε όντως τραυματιστεί σοβαρά. Αργότερα συνέχισε να παίζει μαντολίνο, μέχρι που άκουσε το μπουζούκι. Το τραγούδι που άλλαξε τη ζωή του μπάρμπα-Γιάννη ήταν "Το μινόρε του τεκέ" του Γιάννη Χαλκιά. Από εκείνη την ημέρα ο Παπαιωάννου ερωτεύτηκε το μπουζούκι και το υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Παπαιωάννου το 1953 ξεκίνησε μια περιοδεία στην Αμερική για την οποία έγινε γνωστός στους Έλληνες του εξωτερικού.

Ο Γιάννης Παπαιωάννου σκοτώθηκε τα χαράματα της 3ης Αυγούστου του 1972 , ώρα 5:30 το πρωί καθώς πήγαινε στα Βασιλικά της Σαλαμίνας καθώς πήγαινε στο σπίτι του.

tsitsanis arxeio

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ (1917-1987)
Το 1915, στα Τρίκαλα, μια πόλη της Θεσσαλίας γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Βασίλης ήταν καλός στα γράμματα αλλά και στη μουσική. Το βιολί τον βοηθάει να βγάζει κάνα χαρτζιλίκι, ενώ ταυτόχρονα "σκαλίζει" τη μεγάλη του αγάπη, το απαγορευμένο μέχρι πριν λίγο καιρό μπουζούκι του πατέρα του. Άρχισε να παίρνει μαθήματα βιολιού, ενώ τα σχέδια της μητέρας του Βικτορίας ήταν να γίνει ένας μεγάλος δικηγόρος.

Το 1937 κατεβαίνει στην Αθήνα για να γίνει δικηγόρος. Το μπουζούκι το έχει μάθει καλά και αρχικά παίζει σε ταβερνάκια, ενώ το φθινόπωρο γράφεται στη Νομική σχολή. Αρχίζει επίσης να εργάζεται στο κέντρο "Μπιζέλια". Η πρώτη ηχογράφηση έγινε όταν ήταν ακόμη 22 ετών: "σ΄ ένα τεκέ μπουκάρανε" και έγινε στην ΟDEON, ενώ λίγο αργότερα ηχογραφεί και το: "Να γιατί γυρνώ μες ΄στην Αθήνα". Το Μάρτη του '38 παρουσιάζεται στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη.

Στο στρατό γράφει πολλά τραγούδια, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να καθιερώνεται επαγγελματικά. Οι πύλες των εταιριών ανοίγουν διάπλατα, αλλά έπρεπε να κατεβαίνει στην Αθήνα για να ηχογραφεί, αφού οι εταιρίες είχαν στην πρωτεύουσα την έδρα τους. Αναγκαζόταν να παίρνει άδειες και επειδή δεν γύριζε έγκαιρα στο στρατόπεδο βρισκόταν συχνά στο πειθαρχείο. Μια χειμωνιάτικη βραδιά, στο πειθαρχείο όπου βρισκόταν, έγραψε την περίφημη "Αρχόντισσα", που τραγουδά για μία εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, πραγματική αρχόντισσα στην ομορφιά. Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζει και τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία μόλις απολύεται από το στρατό, αρραβωνιάζεται.

Ο Τσιτσάνης πηγαίνει στον πόλεμο, ενώ στέλνει τη Ζωή να μείνει στα Τρίκαλα με την μητέρα του. Από τον πόλεμο γυρίζει τραυματισμένος, παίρνει τη γυναίκα του και πηγαίνουν στη Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύονται. Το '46 κατεβαίνει και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Δουλεύει στου "Τζίμη του Χοντρού", στην οδό Αχαρνών και την περίοδο αυτή γνωρίζεται με την Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Νίνου. Η εποχή της Ινδικής εισβολής στην Ελληνική μουσική βρίσκει τον Τσιτσάνη και το Γιάννη Παπαιωάννου μαζί, φίλοι και κουμπάροι, να αντιστέκονται στη λαίλαπα.

Είχαν ξεκινήσει να τραγουδούν μαζί το 1969, όταν ο Τσιτσάνης γύρισε από την Αμερική. Αυτό το ανεπανάληπτο δίδυμο, σταμάτησε να τραγουδά τον Αύγουστο του 1972 με τον αναπάντεχο θάνατο του Μπάρμπα Γιάννη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, καθώς γύριζε στο σπίτι του από το κέντρο "Πανόραμα" στις Τζιτζιφιές. Ο Τσιτσάνης δέχτηκε μεγάλο πλήγμα. Τελευταίος σταθμός ήταν το "Χάραμα" στην Καισαριανή, το μαγαζί του Τσιτσάνη. Έτσι το έλεγαν όλοι εκείνοι που αγάπησαν τον Βασίλη. Το 1983 η υγεία του κλονίζεται. Τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου, το πάλκο ήταν άδειο. Χωρίς το μεγάλο δημιουργό, όλα έλειπαν. Ας ήταν η μουσική η ίδια. Η ερμηνεία χάθηκε. Στις 18 Γενάρη του 1984 ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή.

''Για να γράψεις τέτοια μουσική, πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις. Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Κάποτε για να γραμμοφωνήσουμε ένα τραγούδι κάναμε ένα μήνα. Σήμερα γράφουν δέκα σε μία μέρα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγουδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη μέρα γεμίζουν οι τσέπες τους λεφτά. Πάνε σε κέντρα και παίρνουν μεροκάματο που δεν παίρναμε εμείς σ΄ ένα μήνα. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με κέρδος, αν θέλει να δημιουργήσει''.

REMPETIKO

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το 1975, όταν για τον πολύ κόσμο τα ρεμπέτικα ήταν σχεδόν άγνωστα ο Γιώργος Νταλάρας ηχογραφεί, παρά τις αντιρήσεις της δισκογραφικής εταιρίας, διακινδυνεύοντας την αρχή της καριέρας του, τον δίσκο ''50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι''. Στην ουσία κάνει κοινωνούς του ρεμπέτικου όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, που ξαφνικά ανακαλύπτουν το είδος αυτό.

Το 1980 ο Νταλάρας συνεχίζει να γράφει ιστορία στο ρεμπέτικο με τον απίστευτο δίσκο ''Τα ρεμπέτικα της Κατοχής''. Με ρεμπέτικα που γράφτηκαν την περίοδο της Κατοχής της Ελλάδας από τους Γερμανούς και με το θέμα αυτό. Με καταπληκτικές ενορχηστρώσεις του ίδιου, μας γνωρίζει άγνωστα στον πολύ κόσμο διαμάντια της εποχής.
Τα τραγούδια του δίσκου είναι :
1) Σαλταδόρος
2) Επιδρομή Στον Πειραιά
3) Νάναι Γλυκό Το Βόλι
4) Μαυραγορίτες
5) Χαϊδάρι
6) Ένας Λεβέντης Έσβησε
7) Κάνε Λιγάκι Υπομονή
8) Στέλιος Καρδάρας
9) Αδερφός Τον Αδερφό
10) Χτίζουν Και Γκρεμίζουν Κάστρα
11) Κάποια Μάνα Αναστενάζει
12) Της Κοινωνίας Η Διαφορά

R 3129269 1430348042 9266.jpeg

Το 1983 στους κινηματογράφους παίζεται η βιογραφική ταινία ''Το Ρεμπέτικο'', σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη και σε σενάριο του ιδίου και της Σωτηρίας Λεονάρδου. Την παραγωγή την ανέλαβε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και η ΕΡΤ. Η ταινία βασίζεται στη ζωή της Μαρίκας Νίνου.
Πλοκή:Σμύρνη, 1919: Η Αντριάννα, η γυναίκα του ρεμπέτη τραγουδιστή Παναγή, θα φέρει στον κόσμο την μικρή Μαρίκα. Με τους διωγμούς του 1922 έρχεται στην Αθήνα με τους γονείς της. Η σχέση τους δεν είναι καλή και σε έναν από τους καυγάδες τους ο Παναγής θα σκοτώσει κατά λάθος την Αντριάννα. Μετά από χρόνια, η Μαρίκα θα το σκάσει με τον περιπλανώμενο μάγο Χουάν και θα κάνει μαζί του ένα παιδί. Μετά την γέννηση του παιδιού ο ταχυδαχτυλουργός Χουάν, βλέποντας ότι η δουλειά του δεν έχει πέραση, αποφασίζει να φύγει από την Ελλάδα για την Αμερική. Η Μαρίκα θα γυρίσει στην παλιά της γειτονιά, όπου θα αρχίσει να τραγουδάει στο γνωστό ρεμπετάδικο του Θωμά, μαζί με τον παιδικό της φίλο και βιολιτζή Γιωργάκη, και το αστέρι του μπουζουκιού Μπάμπη. Τα χρόνια είναι δύσκολα, από το μεσοπόλεμο στην κατοχή, μέχρι την απελευθέρωση και τον εμφύλιο, αλλά η μαθημένη στα δύσκολα και πεισματάρα Μαρίκα θα καταφέρει να γίνει η μεγαλύτερη ντίβα του ρεμπέτικου τραγουδιού, με επιστέγασμα της καριέρας της το ταξίδι στο Σικάγο. Η ιστορία τελειώνει με την επιστροφή της στην Αθήνα, και τον τραγικό θάνατό της το 1955.

Η γνωστή και αγαπημένη στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου σημειώνει ότι το ρεμπέτικο «πατάει σε δρόμους και κανόνες ρυθμικούς και αρμονικούς, που κουβαλούν όλο το καταστάλαγμα ενός ιδιαίτερου και αυθεντικού τρόπου έκφρασης. Πόνος, χαρά, αίσθηση απώλειας, ανάγκη φυγής και διαφυγής, αγώνας της ανθρώπινης ψυχής να αφήσει το στίγμα της σε δύσκολους καιρούς για την ίδια την επιβίωση.
»Το Πειραιώτικο Ρεμπέτικο έχει ιδιαίτερο ύφος και ήχο, μιας και παίχτηκε με μπουζούκια και μπαγλαμάδες κατά κύριο λόγο ή και με τη συνοδεία μιας απλής κιθάρας. Οσο για τα λόγια των τραγουδιών, είναι τόσο λιτά, καίρια και ελεύθερα, όσο η επιθυμία αυτών που τα έγραφαν να παρηγορηθούν, να διαμαρτυρηθούν, να γιατρευτούν, να γελάσουν και να ξεχάσουν. Τραγούδια που γράφτηκαν με αυθεντικό αίσθημα, πριν καν ανοίξει το εργοστάσιο της Κολούμπια για να τα δισκογραφήσει. Κι όμως, για καλή τους και καλή μας τύχη, πρόλαβαν να ηχογραφηθούν και έτσι τα έχουμε στα χέρια μας σήμερα.
Τα ψάχνουμε, τα παίζουμε ξανά και κάθε φορά μετράμε τους σύγχρονους εαυτούς μας μαζί τους, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι μας δένει με αυτά και τι μας συγκινεί ακόμα τόσο βαθιά».

Το Ρεμπέτικο είναι το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που εγγράφει η Ελλάδα στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO. Θα είχε ενδιαφέρον πως θ’ αντιμετώπιζαν αυτήν την εξέλιξη όλοι οι «ρεμπέτες του ντουνιά», που στα χρόνια τους κυνηγήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν από την ελληνική συντηρητική κοινωνία. Το ρεμπέτικο με τις ρίζες στη Μικρά Ασία και την Ανατολή αποτελεί κι ένα ιστορικό τεκμήριο για την καθημερινότητα των προσφύγων, των παρανόμων και της undergroud κουλτούρας της εποχής του.

«Δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτα άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο». Τα λόγια είναι του μεγάλου μας Μάνου Χατζιδάκι από την περίφημη διάλεξη που έδωσε το 1949 στο Θέατρο Τέχνης, τοποθετώντας το ρεμπέτικο ανάμεσα στα υπόλοιπα μουσικά είδη της εποχής.

Εμείς εδώ, μιας και το ρεμπέτικο είναι πια πολιτιστική κληρονομιά, φτιάξαμε μια μουσειακή κάμαρα με κάποιες ενδεικτικές επιλογές ρεμπέτικων.

«Θεέ μου μεγαλοδύναμε (Η προσευχή του Μάγκα)»
Αγνώστου δημιουργού, αναγράφεται ως παραδοσιακό. Λέγεται ότι ήταν το τελευταίο τραγούδι που ακουγόταν πριν κλείσει ο τεκές.

«Τι σου λέει η μάνα σου για μένα;»
Μουσική έχει γράψει ο Κώστας Σκαρβέλης, στίχους η αδερφή του Δήμητρα και η εκτέλεση με τον Στράτο Παγιουμτζή που είχε και το παρατσούκλι «ο τεμπέλης» είναι μαγική. Όλοι από τη Μικρά Ασία. Μπαίνει στο μουσείο γιατί ο εραστής λέει τα παρακάτω λόγια για την πεθερά του: Έννοια σου και δε θα μου γλιτώσει/ όλα τα σπασμένα αυτή θα τα πληρώσει/ θα την κάνω εγώ ν’ αναστενάζει/ να πονεί να κλαίει και να φωνάζει/ να πονεί να κλαίει και ν’ αναστενάζει.

«Μεσ’ στη χασάπικη αγορά»
Από τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη είναι δύσκολο να επιλέξεις ένα. Η επιλογή είναι η υποκειμενική. Κυρίως γιατί το ερμηνεύει η συγκλονιστική Στέλλα Χασκίλ. Το κανονικό τής όνομα είναι Στέλα Γεχασκέλ, Εβραία με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Αν και κατάφερε να γλυτώσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 36 ετών. Μέχρι τότε να κατάφερε να δώσει κορυφαίες εκτελέσεις συνεργαζόμενη κυρίως με τον Βασίλη Τσιτσάνη.

«Γι’ αυτό φουμάρω κοκαΐνη»
«Αχ, πανάθεμα σε κοκαΐνη με τρέλανες τη φτωχιά», μονολογεί πάνω στο τσακίρ κέφι η Μαρίκα Φρατζεσκοπούλου, η Πολίτισσα, μια από τις πιο «άγνωστες» μορφές του ρεμπέτικου. Μουσική και στίχοι είναι του Παναγιώτη Τούντα, ενός μαντολινίστα από τη Σμύρνη που μετά την Καταστροφή, ήρθε στην Αθήνα και εξελίχθηκε σε μια από τις πιο σημαντικές παρουσίες της ελληνικής μουσικής, όχι μόνο σαν συνθέτης αλλά και σαν διευθυντής ορχήστρας. Πέθανε μέσα στην Κατοχή από ρευματισμούς.

«Πρέζα όταν πιεις»
Οι στίχοι είναι του Αιμίλιου Σαββίδη και η μουσική του Σώσου Ιωαννίδη. Έχει κυκλοφορήσει και μια παραλλαγή με ούζο, που είναι και η πιο γνωστή. Η κλασσική είναι με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ. Τεράστια φυσιογνωμία του ρεμπέτικου, εβραϊκής καταγωγής, που μεσουράνησε στο τραγούδι από το 1920 μέχρι το 1970. Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1934, την περίοδο του Μεσοπολέμου, όπου στο τελευταίο τετράστιχο διαφαίνεται η παρακμή της εποχής, όπου δικαιολογεί τη χρήση της πρέζας από κομμάτια του πληθυσμού: Δική μου είναι η Ελλάς/ και στην κατάντια της γελάς, της λείπει το `να της ποδάρι/ ρε και το παίξανε στο ζάρι./ Εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας/ κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει/ ο ένας θα μ’ ανάβει τον λουλά/ κι ο άλλος θα τον σβήνει. Δύο χρόνια μετά ήρθε η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.

«Αργοσβήνεις μόνη»
Το 1947 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια όλων των εποχών. Κανονικά θα έπρεπε να ταξιδεύει τώρα με το Voyager στα πέρατα του διαστήματος. Ιωάννα Γεωργακοπούλου και Στελλάκης Περπινιάδης τραγουδάνε σε αυτόν τον οριεντάλ ρυθμό, λέγοντας τεράστια λόγια αγάπης, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Σαν να μιλούν για ένα κομμάτι χαρτί που το παρέσυρε ο άνεμος στη γωνιά του δρόμου.

«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»
Το τραγούδι γράφτηκε το 1945 και στιχουργικά δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ξέρουμε. Ο Απόστολος Καλδάρας περπατούσε έξω από τις φυλακές της Θεσσαλονίκης και του ήρθε να γράψει δύο λόγια για τους έγκλειστους. Οι αυθεντικοί στίχοι είναι οι εξής: Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. /Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί. /Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί, τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή. Φυσικά και λογοκρίθηκε.

«Πως θα περάσει η βραδιά»
Με την Σωτηρία Μπέλλου. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άκουγε σε δύο ονόματα ακόμα το «Ψηλός» και το «Πατσάς». Επίσης με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, βρέθηκε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πρώτα στη Σαμοθράκη και ύστερα στον Πειραιά. Μέχρι να περάσει στη μουσική σε αυτό τον συνδυασμό μπάλου με ανατολίτικα στοιχεία, πέρασε από διάφορες δουλειές όπως οικοδόμος, ψαράς και φαναρτζής. Ο Παπαϊωννου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε ηλικία 58 ετών, ένα πρωί που πήγαινε στο εξοχικό του στη Σαλαμίνα.

«Το Τουστ (Ουεστ)»
Ηχογραφήθηκε το 1935 στο Σικάγο. Ο τίτλος, «Το Τουστ», προήλθε από τυπογραφικό λάθος. Ο σωστό τίτλος είναι το «Ουέστ». Έτσι πρωτοκυκλοφόρησε το 1920, στο Σικάγο, με ερμηνευτή τον Επαμεινώνδα Ασημακόπουλο. Με αυτή την προσθήκη τιμούμε τη σπουδαία παραγωγή που έγινε από τους μετανάστες στην Αμερική, συνεισφέροντας και αυτοί το λιθαράκι τους στην εμφάνιση της world music.

«Ο Πασατέμπος»
Ο Μανώλης Χιώτης πριν το ρίξει στο σουίνγκ έγραψε αυτό τον ύμνο το 1946 σε στίχους Γιώργου Γιαννακόπουλου. Είναι ο πρώτος καλλιτέχνης που κυκλοφορεί ξανά δίσκο, τον πρώτο στην χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού κατά την διάρκεια του πολέμου είχαν πάψει οι φωνογραφήσεις και οι κοπές δίσκων. Η ερμηνεία είναι των Ιωάννας Γεωργακοπούλου και του Στελλάκη Περπιανίδη.

«Συννεφιασμένη Κυριακή»
Ο ύμνος. Η Συννεφιασμένη Κυριακή σε μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη και στίχους -που αμφισβητείται μέχρι και σήμερα αν είναι- του Τσιτσάνη ή του Αλέκου Γκούβερη ή και των δύο.
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού έγινε το 1948 από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και την Σωτηρία Μπέλλου, ενώ το έχουν ερμηνεύσει και άλλοι τραγουδιστές όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης με την Μαρινέλλα και την Γιώτα Λύδια, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιώργος Νταλάρας, η Γλυκερία, ο Δημήτρης Μπάσης με τον Δημήτρη Μητροπάνο και τον Θέμη Αδαμαντίδη και άλλοι.
Ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις διασκεύασε το κομμάτι για πιάνο, συμπεριλαμβάνοντας ηχογράφησή του στο άλμπουμ του 1970 «Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές».
Προϊόν της κατοχής ή ποδοσφαιρική έμπνευση; Ως πιο έγκυρη εκδοχή φέρεται να είναι η ιστορία που ο ίδιος ο Τρικαλινός συνθέτης διηγείτο στις συνεντεύξεις του σχετικά με τη σύλληψη και τη σύνθεση του κομματιού. Η εκδοχή αυτή σχετίζεται με την περίοδο της Κατοχής και τις μαύρες εικόνες που αντίκρυζε και ο ίδιος και ο κόσμος στους δρόμους και την κατάσταση που βίωνε, που μόνο «συννεφιά» μπορούσε να φέρει στις ζωές του.
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι. Ο πρώτος του τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή»» αφηγείται ο δημιουργός το 1972 στον Γιώργο Λιάνη και στο περιοδικό «Επίκαιρα».

SYNNEFIASMENH KYR

                                                                               Το χειρόγραφο της ''Συννεφιασμένης Κυριακής''

Έναν χρόνο αργότερα, στον Γιώργο Πηλιχό και στα «ΝΕΑ» δίνει περισσότερες λεπτομέρειες: «To ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του… Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες». Μάλιστα την εκδοχή αυτή, στηρίζει ο συνθέτης και το 1979 σε μία τρίτη συνέντευξη με τον Χατζηδουλή, αναφέροντας: «Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους».
Αργότερα ο Τάσος Σχορέλης υποστηρίζει:«Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Λαρισαίος Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια».
ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν απάντησε στο δημοσίευμα του Σχορέλη, παρ’ όλα αυτά σε μετέπειτα συνέντευξη του στον Γεραμάνη, παραδέχτηκε ότι, οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη από τη Λάρισα. Τέλος στο αφιέρωμα του «Ταχυδρόμου» για τα εικοσάχρονα από το θάνατο του Τσιτσάνη, ο Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, γραμμένη στην Αθήνα στις 17.9.1947, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος λέει: «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ». Στο ίδιο τεύχος ο Χατζηδουλής προσθέτει και ένα νέο στοιχείο, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια μετά το γράψιμο της «Συννεφιασμένης Κυριακής».

«Φραγκοσυριανή»
Τραγούδι κλασικό πια του Μάρκου Βαμβακάρη που γράφτηκε και φωνογραφήθηκε από τον ίδιο, το 1935. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα και γνωστότερα τραγούδια του συνθέτη. Το τραγούδι έχει ηχογραφηθεί και επανεκτελεστεί από πολλούς γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες. Η πιο γνωστή, πιθανώς, διασκευή θεωρείται αυτή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, το 1960, η οποία το έκανε και περισσότερο γνωστό.
Ιστορία
Τη δεκαετία του 1930, ο Μάρκος Βαμβακάρης, έκανε εμφανίσεις στη Σύρο, στη γενέτειρά του. Όπως ο ίδιος λέει, όταν έπαιζε, συνήθιζε να κοιτά χαμηλά και όχι το κοινό που τον παρακολουθούσε. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, σήκωσε το κεφάλι του και είδε μία όμορφη κοπέλα. Συγκεκριμένα είπε:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά.
Λες και μάγια μου 'χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά.
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Το τραγούδι παίζεται στον ρυθμό 4/4 (ή και 2/4) και οι συγχορδίες έχουν την ακολουθία 1-4-5, με τις πιο διαδεδομένες αποδόσεις να είναι Ρε Μινόρε - Σολ Μινορε - Λα Ματζόρε και Σολ Μίνόρε - Ντο Μινόρε - Ρε Ματζόρε, ενώ χρησιμοποιείται η Λα# Ματζόρε στην πρώτη περίπτωση ή Ρε# Ματζόρε στη δεύτερη περίπτωση, οι οποίες χρησιμοποιούνται στη δεύτερη και στην τέταρτη στροφή κάθε στίχου. Σε κάποιες περιπτώσεις αντί για Ματζόρε παίζεται η Λα# Ματζόρε 7ης ή η Ρε# Ματζόρε 7ης, αντιστοίχως.
Στίχοι
Οι στίχοι είναι κυρίως ερωτικοί και αναφέρονται σε μία γυναίκα, της οποίας δε γίνεται γνωστό το όνομα, παρά μόνο ότι είναι Φραγκοσυριανή. Και ο έρωτας που ζει ο ήρωας του τραγουδιού ζωντανεύει σε διάφορες περιοχές της Σύρου. Το κομμάτι αναφέρει 8 περιοχές του νησιού: Φοίνικα, Παρακοπή, Γαλησσά, Nτελαγκράτσια (ή Ποσειδωνία), Πατέλι, Νιχώρι, Αληθινή, Πισκοπιό.

«Κάνε λιγάκι υπομονή»
Από τα ''τραγούδια της Κατοχής'' που τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας. Στίχος και μουσική του τεράστιου Βασίλη τσιτσάνη. Ο οποίος γράφει αλληγορικά για τα δεινά της Κατοχής των Ελλήνων και ''μην απελπίζεσαι και δεν θ' αργήσει, κοντά σου νάρθει μια χαραυγή...'''. Συγκλονιστικό τραγούδι!!!

Τα χασικλίδικα ρεμπέτικα που σόκαραν την Ελλάδα του μεσοπολέμου

Οι μάγκες, οι τεκέδες, τα ναρκωτικά και η σκληρή τιμωρία που τους επιφύλασσε το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά.
Η απαγόρευση, η λογοκρισία και οι εξορίες επί δικτατορίας Μεταξά
Τον Αύγουστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς εγκαθιδρύει τη δικτατορία του και ένα από τα πρώτα μέτρα που επιβάλει είναι η λογοκρισία σε πρώτη φάση και η πλήρης απαγόρευση στη συνέχεια των «χασικλίδικων».
Θεωρούσε τους ρεμπέτες ζωύφια και «τουρκόσπορους» οι οποίοι με τη μουσική τους, τη χασισοποτεία τους και την περιθωριακή συμπεριφορά τους παρασέρνουν κι άλλους στην… ακολασία. Επέβαλε την πρώτη λογοκρισία, στις 31 Αυγούστου του 1936, με μια νομοθεσία που προσαρμοζόταν στις επιταγές της «εθνικής ιδεολογίας» προκειμένου να υπερασπιστεί τις «ελληνικές αρχές».

unnamed

Λέγεται, μάλιστα, πως το πρώτο τραγούδι που απαγορεύθηκε ήταν το «πρέζα όταν πιεις», το οποίο είχε πρωτοερμηνεύσει η Ρόζα Εσκενάζυ το 1934. Τους στίχους είχε γράψει ο Αιμίλιος Σαββίδης και τη μουσική ο Σώσος Ιωαννίδης. Το τραγούδι αυτό έγινε και πάλι γνωστό το 1977 όταν κυκλοφόρησε με ερμηνεύτρια την Χάρις Αλεξίου και την λέξη «ούζο» να έχει πάρει τη θέση της λέξης «πρέζα»!

Η «Επιτροπή προληπτικής λογοκρισίας» απαγόρεψε τα λεγόμενα «μπεμόλια», τα ημιτόνια, δηλαδή τις διέσεις και τις υφέσεις, τους αμανέδες και, τέλος πάντων, οτιδήποτε μπορούσε να θυμίζει Ανατολή. Οι συνθέτες κλήθηκαν να «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις». Κάποιοι όπως ο Δελιάς, ο Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιοβάν Τσαούς προτίμησαν να σιγήσουν.

Κάποιοι άλλοι, με πόνο ψυχής, προτιμούσαν να γράφουν πλέον άλλου είδους τραγούδια. Ο σπουδαίος Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του έγραφε: «Εσταμάτησα. Έγραφα εκείνα που έπρεπε να γράψω. Ό,τι έλεγε ο Μεταξάς έπρεπε να γίνει».

Η λογοκρισία και η απαγόρευση, ωστόσο, ήταν το λιγότερο. Όσοι συλλαμβάνονταν κατά τη διάρκεια εφόδων της αστυνομίας μέσα σε τεκέδες και καβάτζες έτρωγαν ανελέητο ξύλο και διαπομπεύονταν δημόσια. Αλλά και πάλι… Αυτοί ήταν τυχεροί.

Κάποιοι άλλοι, στέλνονταν ακόμα και στην εξορία! Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έγραψε το τραγούδι «Με πιάσαν επί Μεταξά», το οποίο είναι… αυτοβιογραφικό δεδομένου πως έκανε εξορία στην Ίο μαζί με τον Ανέστη Δελιά. Και οι δυό τους ως «δημόσιοι επικίνδυνοι». Χασισοπότης ο Γενίτσαρης, πρεζάκιας ο Δελιάς.

Ο Γενίτσαρης (όπως και άλλοι ρεμπέτες της εποχής) έκανε πολλές προσπάθειες για να βοηθήσει τον Δελιά να κόψει την πρέζα… Δυστυχώς, οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν και έτσι ο μικρός σε ηλικία Ανέστος Δελιάς έγινε ο μοναδικός ρεμπέτης που έχασε τη ζωή του από τα ναρκωτικά.

rmptixs7

Η πτώση και η θριαμβευτική επάνοδος πριν το οριστικό τέλος
Την περίοδο του πολέμου και της κατοχής, και έχοντας ήδη δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τις διώξεις του Μεταξικού καθεστώτος, όπως είναι φυσικό, τα «χασικλίδικα» αλλά και γενικότερα η ρεμπέτικη μουσική γνώρισαν μια πρωτοφανή πτώση στη δημοτικότητά τους. Σχεδόν εξαφανίστηκαν.

Με την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ήταν αυτός που προσπάθησε να τα «αναστήσει» και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Το καλοκαίρι του 1946 το ανακαινισμένο εργοστάσιο δίσκων της Columbia στον Περισσό ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν καθιερωθεί εκ νέου μηχανισμός λογοκρισίας.

Αυτό ήταν και το τελευταίο ξέσπασμα των χασικλίδικων. Οι δισκογραφικές εταιρείες ήξεραν πως τα συγκεκριμένα τραγούδια ήταν εμπορικά και τα επανέφεραν στην κυκλοφορία μέσα από την εκπληκτική δουλειά του Τσιτσάνη, ο οποίος και αυτός είχε προλάβει να γράψει κάποια «χασικλίδικα» πριν την δικτατορία του Μεταξά (γνωστότερο όλων το «σ΄ ένα τεκέ σκαρώσανε»).

Η επιβολή της νέας λογοκρισίας, ωστόσο, τον αναγκάζει να αλλάξει στίχους προκειμένου να επανακυκλοφορήσει τα τραγούδια του. Έτσι το «στης μαστούρας το σκοπό» έγινε «στης αγάπης το σκοπό», το «είχε ο δόλιος να φουμάρει μέρες αργιλέ» έγινε «είχε ο δόλιος για ν΄ ακούσει μέρες μια πενιά»…

Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος για τα χασικλίδικα. Στη συνέχεια θα επικρατούσε το λαϊκό τραγούδι με βασικούς πυλώνες τον ίδιο τον Τσιτσάνη αλλά και τους Mανώλη Xιώτη, Γιώργο Mητσάκη και Aπόστολο Kαλδάρα.

Ήδη από τις αρχές του 1950 ακόμα το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να παίρνει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Κάτι που επικυρώθηκε την επόμενη δεκαετία όπου κυριάρχησαν τραγουδιστές, όπως ο σπουδαίους Στέλιος Καζαντζίδης και το είδος του λαϊκού τραγουδιού που αυτός υπηρετούσε.
Πεθαίνει, ωστόσο, ότι ξεχνιέται και η αλήθεια είναι πως τα χασικλίδικα ρεμπέτικα ουδέποτε ξεχάστηκαν. Ακόμα και σήμερα τραγουδιούνται και οι δημιουργοί τους υμνούνται ως σπουδαίοι καλλιτέχνες. Είναι αυτά τα τραγούδια που θα τα ακούσει κανείς ακόμα και σε μεγάλα club να «ανάβουν» το κέφι στις παρέες νέων ανθρώπων. Και είναι η απόδειξη πως καμία λογοκρισία δεν μπορεί -στο τέλος- να επικρατήσει ακόμα κι αν προσωρινά φαίνεται πως τα καταφέρνει.

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

Ἠλίας Πετρόπουλος - Ἐπικήδειος λόγος
Λόγος ἐπικήδειος
διὰ τὰ παλαιὰ ἄγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,
ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἐλεγεία
εἰς ἀνάμνησιν τῆς ὀμορφιᾶς μιᾶς γυναίκας
ἐξαιρετικῶς ἀγαπηθείσης.

Καλοῦνται ρεμπέτικα τραγούδια τὰ ἄσματα τῶν πληγωμένων, ἁπλῶν, ἁγνῶν καὶ αἰσθαντικῶν ψυχῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ περιφρονημένη χωρὶς ἀνταπόκριση ἀγάπη καὶ τὸ τρισμέγιστον μαρτύριον τοῦ θαμένου ἑκουσίως ἔρωτος ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἐξόχως ἀνιστορήθησαν. Τὰ ρεμπέτικα ὑπῆρξαν κάποτε ἡ παρηγοριά μας. Ἦταν οἱ λευκοὶ ἀσπασμοὶ τῶν παραγνωρισμένων. Ἀξιώθηκα νὰ κρατήσω στὰ χέρια μου τὸ βουβό, πλέον, μπουζούκι τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δὲν τραγουδοῦσαν οἱ γυναῖκες (αὐτὲς συνήθως ἀργὰ κατανοοῦν τὸ πόσο ἀγαπήθηκαν), οὔτε τὰ τραγουδοῦσαν οἱ σκληρόκαρδοι.

Ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας νοιάζομαι. Μὴ μοῦ στείλεις περιστέρια· μαντεύω τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ ἔρως συμβαίνει σὰν δυστύχημα. Κρατοῦσα, τότε, σὰν βιολὶ τὸ σῶμα σου, μὰ τώρα ποὺ εἴμαστε μακριὰ σ᾿ ἔχω φωτιὰ παντοτινὴ μὲς στὴν καρδιά μου. Θὰ ψάχνεις λυπημένη νὰ μὲ βρεῖς στοὺς ἄδειους δρόμους καὶ θὰ ρωτᾶς παντοῦ γιὰ μένα, καὶ στὴν περιρρέουσα μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν θὰ ἀναζητᾶς ἐπὶ ματαίῳ παρηγοριά. Ἐφέτος ἀνήμερα τὸ Πάσχα ἔβρεχε καὶ ἡ δολιότης πίκραινε τὴν καρδιά μου. Τὸ ξέρω· ἡ θέση μου εἶναι στὸ νεκροταφεῖο. Εἴμασταν ἀκόμη παιδιὰ ὅταν μᾶς μάραναν καὶ ζήσαμε σὰν γέροι. Δὲν εἶμαι δικός μου. Σιωπῶ μὲν, ἀρνοῦμαι δὲ νὰ πεθάνω γιατὶ τὰ δακρυσμένα μάτια σου πάντα μὲ γνέφουν. Θλιβερὰ βλέμματα τέκνα τῆς σιωπῆς μου. Ὁ θάνατος ἀπόψε διώχνει τὸ κάθε τι ἀπ᾿ τὴν ψυχή μου. Χαίρομαι τὴν παραφροσύνη μου τώρα.

Τὸ ἀληθὲς ἀπόβαρον ἑνὸς ἀνθρώπου ἰσοῦται μὲ τὶς ἀγάπες, τὸν οἶκτο καὶ τὴν ἀηδία ποὺ ἔνιωσε στὴ ζωή. Δύο μεγάλες ἀδικίες ἐγνώρισα: τὴν φτώχια καὶ τὴν ἐρωτικὴ καταφρόνια. Τὰ ρεμπέτικα προήχθησαν εἰς μαυσωλεῖον αἰσθημάτων. Τὸ νὰ ὑποφέρεις ἀπ᾿ του κόσμου τὶς πίκρες εἶναι ἀναγκαῖον, καὶ ἴσως νόμιμο. Πάθος ἔδωσα καὶ πάθος δὲν ἔλαβα, κι ὅ,τι ἔπιασα ἔγινε στάχτη. Πολλὰ ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα. Ὁ πατέρας μου μὲ γαλούχησε μὲ τὰ τραγούδια αὐτά. Ἔχτισα τὸ παρὸν βιβλίο, σὰ νὰ ἔχτιζα χελιδονοφωλιά, πρὸς χάριν του ἰσοβίου φίλου Τσιτσάνη. Τὴν ἐγκαρτέρηση ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα.

Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (ἄχ, σβήνω) ὅταν ἐσὺ χρησιμοποιεῖς τὰ αἰσθήματά μου σὰν κέρματα. Ἂν πρόκειται κανεὶς νὰ διατηρήσει τὴν εὐαισθησία του ἂς εἶναι ὁ ἡττημένος. Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ὡς ἀναμνήσεις. Ζήσαμε τὶς πιὸ ἐφιαλτικὲς νύχτες τοῦ αἰῶνος. Οἱ ἐνθυμήσεις ἐλλοχεύουν. Ἔνιωσα τὰ πάντα μόνον σὰν πάθη. Ἄφησέ με νἆμαι παράφορος, ἀφοῦ ἡ λογικὴ εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς τρέλας. Ὑπήρξα ἕνας Ἰδανικὸς Φαῦνος. Θὰ σὲ γκρεμίσω μὲ δάκρυα, ζοφερὴ πολυαγαπημένη.

Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι τραγούδια τῆς καρδιᾶς. Καὶ μόνον ὅποιος τὰ πλησιάσει μὲ ἁγνὸ αἴσθημα τὰ νιώθει καὶ τὰ χαίρεται. Γιατὶ, ἡ καρδιὰ μὲ καρδιὰ μετριέται.

Ἔκλεισεν ὁ κύκλος τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθὸν τὰ τραγούδια αὐτά. Χοροστατῶ μοιραίως στὸ μνημόσυνό τους ἀφοῦ ὁ *** κυμαίνεται, τὴ νύχτα αὐτή, μεταξύ εὐφημίας καὶ ἐπιβιώσεως.

Αἴφνης σκοτείνιασε ἡ πλάση καὶ ἡ αὐτοκτονία ἀπέβη τὸ ὄνειρο ἑκάστου ἐχέφρονος ἀνθρώπου. Ὁ θεηφόρος ἔρως μόνη πειθὼ τῆς ζωῆς. Φυλακτὰ σὲ σχῆμα καρδίας ἀντίκρυσα στὸ βυζαντινὸ μουσεῖον Ἀθηνῶν. Στὰ λάσια μπράτσα τῶν ρεμπέτηδων συχνὰ βλέπω κεντημένη μιὰ καρδιὰ μὲ φυλλοκάρδια, ὅπου στὴ μέση της ἔχει τὸ ὄνομα τῆς πολυαγαπημένης.

Οἱ νεοελληνικοὶ αἰῶνες ἐγκυμονοῦσαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια. Στὸν ἔρωτα ὁ χρόνος ἐτάχθη ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν. Ἀφότου γεννηθήκαμε ὁ θάνατος ἀναμένει. Ἤπια τὰ χίλια πικρὰ ὄχι, πρὶν καταπιαστῶ μὲ τὰ ρεμπέτικα. Οἱ χαρὲς, ὅπως καὶ οἱ ἡδονές, ὁδηγοῦν στὴν γνήσια θλίψη. Σὰν χειρονομίες σφοδροῦ κοπετοῦ μοιάζουν τὰ φτερουγίσματα αὐτουνῶν ποὺ χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ὁ Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατὶ ἀποκαλεῖ τὸν ζεϊμπέκικο Χορὸ τῶν Χορῶν. Ἴσως, μόνον ἕνας ἐρωτευμένος μπορούσε νὰ συντάξει τὸν ἐπικήδειο τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ φαντάζουν σὰν μαγικὸς λουλουδότοπος μακρινός, ὁριστικὰ χαμένος καὶ ἀπροσπέλαστος. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου (ἰσχυρὸς ὡς ὁ ἔρως, πανίσχυρος ὡς ὁ θάνατος) ἐξακοντίζεται πρὸς τὸ παρελθόν. Ἡ θλίψη ἀποτελεῖ τὴν ἠχὼ τῶν ἐρωτικῶν λαϊκῶν ἀσμάτων. Εἴθε, σύντομα τὰ ἑλληνόπουλα νὰ διδάσκονται στὰ σχολεία τὴν ἀπαράμιλλη μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν.

Θὰ σταδιοδρομήσω τοῦ λοιποῦ ὡς προδότης. Κατάβαθα κι ἐγώ, κατάβαθα κι ἐσύ, πληγώσαμε τὶς καρδιές μας. Ὅλη νύχτα μὲ ξυπνοῦσαν οἱ ἀναστεναγμοί μου. Εἶμαι φίλος τῶν νεκρῶν. Τὸ ἑπόμενο πάθος μὲ σώζει ἀπὸ τὸ προηγούμενο, μὰ κάθε πάθος κατακάθεται στὴν παλίμψηστη ψυχή μου σὰν μαυρίλα, καὶ τότε ἡ αὐτοκτονία ὑποδύεται τὴν λύτρωση. Ἡ ἰδιοφυΐα εἶναι ἡ μόνη ἀποδεκτὴ μορφὴ παραφροσύνης, ὁ δὲ οἶκτος φόρτος ἀλλοτρίων δυστυχιῶν. Οἱ μεγάλοι ἔρωτες, ὅλοι τους, εἶναι σὰν ἐρωτικὸ παράπονο. Ὁ ἔρως στερεῖται νίκης. Ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ ἧττα τοῦ ἀνδρός. Σὰν τὸν Ἀχιλλέα ἤσουνα ὑπερήφανη καὶ σκληρόκαρδη· ὅμως, ὥρα σου καλή, ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, γλυκιά μου ἀγαπημένη.

Καθὼς χαμένο σκυλί, σκυλὶ τοῦ δρόμου, σέρνομαι αὐτὲς τὶς μαῦρες μέρες μὲ ἄδεια καρδιὰ καὶ κάθε δειλινὸ πέφτω, πέφτω, σ᾿ ἕνα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οἱ γυναίκες στεροῦνται φαντασίας καὶ πάθους, ἀλλὰ ἐγὼ ἀγάπησα καὶ ἀγαπήθηκα, κι ἐσένα δείχνω ὅταν ἐρωτηθῶ γιὰ τὸ νόημα τοῦ ἔρωτος. Λιποτάκτης στὴν μυριάνθρωπη ἔρημη Ἀθήνα ποὺ μὲ τρομοκρατεῖ κι ὅλο μὲ ἐξωθεῖ πρὸς τὴν αὐτοκτονία. Ἡ ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀπόδειξη ἀνθρωπιᾶς. Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐχθρὸς μου. Στὴν ἡλικία ὅπου τώρα πιὰ ἔφτασα τὸ νιώθω πεντακάθαρα πὼς εἶμαι ἕνας ἀποτυχημένος. Δὲν θὰ σκεφτόμουνα ποτὲ δίχως τὸ συνοικέσιον τῆς μελαγχολίας. Συχνὰ κλέβω ψυχὲς, μὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι κοντὰ μου, οὔτε σὲ ξένα χέρια. Γέρασα μὲ ἐρωτευμένη καρδιὰ ἐφήβου. Εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ζεῖς μὲ ἀγάπη κι εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ κατέχεις, τόσο πολὺ, τὰ μυστικὰ τῆς ψυχῆς σου. Ἀδυνατῶ νὰ θάψω τὶς ἀναμνήσεις κι αὐτὸ θὰ προσδιορίσει τὸν θάνατό μου. Τὴν κοίτη τοῦ τάφου μου εἶδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θὰ ἄντεχες ἐσὺ μιὰ ζωὴ δίχως ἐλπίδες;

Ἀργεῖς· ἡ ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τὰ βράδια, ὁλομόναχος, κατάμονος, στὸ καμαράκι ποὺ ξέρεις, καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, κι ὅλο σκέφτομαι περὶ τῆς ἀδυσωπήτου φθορᾶς τῶν αἰσθημάτων. Ὁ νοῦς μου ἀρμενίζει πρὸς τὴν ἀπελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλοὺς φίλους γύρω μου κι ἀπὸ τότε ζῶ σὰν πουλὶ τρομαγμένο. Σὲ περιμένω μέρα καὶ νύχτα καὶ κάθε αὐγὴ νὰ ξαναγυρίσεις σὲ καρτερῶ. Μὲ παρασύρει ἡ καρδιά μου (ἐσὺ, γλυκιὰ μου, ἀκόμη τὴν κυβερνᾶς) σὲ ἀναπολήσεις τῆς ἐξαίσιας μορφῆς σου, ποὺ οὔτε μπορῶ οὔτε θέλω νὰ ξεχάσω, καὶ ποὺ ἀφότου ἐχάθη σὲ μαῦρα σκοτάδια μ᾿ ἔριξε. Ἐκείνην ποὺ κάθεται ἀντίκρυ μου τὴν ἔχω μὲς στὰ στήθια μου. Οἱ σκιὲς τῶν δολοφονηθέντων φίλων, καὶ ψὲς τὴ νύχτα, ὅπως κάθε νύχτα, ἦρθαν ἀργοσαλεύοντας στὸν ὕπνο μου, καὶ τάχα ἤσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλὴ, μαραμένη. Εὐλαβούμενος τῆς μνήμης των περιδιαβάζω στὴν Ὁδὸν Ἀναπαύσεως. Ὅταν φεύγει ἡ ἀγαπημένη εἶναι σὰν νἄχει πεθάνει. Στὰ μάτια σου τὰ σημάδια τῆς προδοσίας. Ἡ ὁμορφιὰ μιᾶς γυναίκας εἶναι ἕνα ἔνδυμα εὐχαριστήσεως. Κλεῖσε με στὴν καρδιά σου κι ἂς τὸ ξέρουμε μόνον ἐμεῖς οἱ δυό.

Ἤκμασαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια τὴν ἐποχὴ ποὺ μετρούσαμε τάφους. Ἡ δράση σχεδὸν ἀποβλακώνει τὸν ἄνδρα. Οἱ ἄνδρες τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ἀπεχθάνονται τοὺς μετριοπαθεῖς. Εἶναι σοφὸς ὅποιος ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει, καὶ εἶναι σοφώτατος ὅποιος λυπᾶται. Ὁ ἐρωτευμένος καταντάει μισὸς ἄνθρωπος. Ὁ οἶκτος δέον νὰ θεωρεῖται τῆς ἀγάπης ἡ ἀνάληψις. Ἔρωτα μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς. Πάντα οἱ ἀπογοητευθέντες σώζουν τὴν οἰκουμένη. Μιὰ εἰδικὴ λεβεντιὰ ἀπαιτεῖται γιὰ νἆναι κανεὶς ἀνήθικος. Ἡ λογική μου ἐδρεύει στὴν καρδιά μου. Ὁ ἔρως θρέφει (ἀλίμονο) τοὺς ἰδεώδεις. Τὰ τοῦ παρελθόντος ἀγλαΐζονται. Ὁ κυνισμὸς φαίνεται πὼς εἶναι ὁ θώραξ τῶν εὐαισθήτων, ποὺ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἐνδοσκοπήσεως. Ὁ οἶκτος ἔρχεται μὲ τὰ χρόνια. Ἡ σκέψη εἶναι δυστυχία. Ἐξ οἴκτου ἁμαρτάνω. Τρομάζω ὅταν σκέφτομαι. Ὑπῆρξες τόσον ὡραία ποὺ σὲ σεβόμουνα. Εἶναι ἀντιδραστικὸς κι ὁ ἀρνούμενος νὰ ἀποθάνει. Ἀντιφάσκω, ἄρα ζῶ. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἔκφραση ἀνταποδοτικὴ τῆς κοινωνικῆς ποινῆς τοῦ ψυχικοῦ ἐξοστρακισμοῦ. Ἡ μόνη προσωπικὴ χειρονομία στὴν αὐτοκτονία εἶναι ἡ αὐτόχειρη ἐκτέλεση μιὰς κοινωνικῆς ἀποφάσεως. Στὸν ἔρωτα ἑνὸς ἀνδρός, πιθανώτατα, ἔχει μεγαλύτερη σημασία τὸ ζέον αἴσθημα παρὰ τὸ ὄνομα τῆς ἀγαπημένης. Ἡ κεφαλή μου, τώρα, σὲ προσκέφαλο φέρετρον, κι ὄχι στὰ γόνατά σου, τώρα, ἀναπαύεται. Ἕναν σταυρὸ σοῦ χάραξα στὸ μέτωπο καὶ σὲ σημάδεψα. Μοναξιὰ θωπεία θανάτου.

Τὰ μάτια της προοιώνιζαν τὴν καταδίκη. Τίποτε δὲν μοῦ στοίχισε ὁ χωρισμός· τίποτ᾿ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνθρόνιση τῆς μελαγχολίας. Μᾶλλον δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ἀνιδιοτελῶς ἐρωτευμένες. Ἡ γυνὴ φιλοδοξεῖ νὰ ἀποβεῖ νεκροθάφτης τοῦ ἀγαπημένου της. Θάνατοι καὶ θάνατοι θὰ διαβοῦν μὰ σὺ θὰ βαστᾶς μέσα μου. Ἐσύ, ποὺ ἀπουσιάζεις κι ὡστόσο νιώθω νὰ μὲ κοιτᾶς μὲ χίλια μάτια. Ἐσύ, ποὺ ἤσουνα ἐκείνη μὲ τὰ πικρὰ δάκρυα καὶ τὰ ὁλόγλυκα φιλιά. Ἡ δεινή, ἐσύ, ποὺ μ᾿ ἀνάγκασες ν᾿ ἀγαπήσω τὰ λουλούδια περισσότερο ἀπ᾿ τους ἀνθρώπους. Ἐσύ, ἡ λύκων βρῶσις κι ὁ ἄγγελος τῶν ἐπιγείων λιβαδιῶν.

Ἔπραξαν τὸ πᾶν γιὰ νὰ μαράνουν τὴν ζωντανὴ καρδιὰ τῶν ρεμπέτηδων. Οἱ μεγάλες ψυχὲς ἀντιφάσκουν. Ἰσχυρότερη μνήμη εἶναι ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς. Ὁ λυρισμὸς ἦταν ἡ μόνη ἐπιτρεπτὴ στοὺς ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σὰν δροσερὸ φύλλωμα, τὰ παλαιὰ αἰσθήματα. Γιὰ μιὰν ἀκόμη φορά, στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ, ἀλλάζω ψυχὴ κι ὁ νοῦς μου ἀνθοφορεῖ. Καλβῖνος του ἁγνοῦ ἔρωτος, ἐλπίζω πὼς καὶ ἡ πλέον ἄσπλαχνη ἀγαπημένη δὲν δύναται νὰ σκοτώσει τὴν ποίηση ποὺ κρύβει μέσα του ἕνας σιωπηλὸς ἄνδρας.

Βασικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι λαϊκὰ ἅσματα τῆς ἀγάπης καὶ, εἰδικώτερα, τῆς ἐρωτικῆς ἐγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τὰ μισὰ ρεμπέτικα ἔχουν τὸν ἔρωτα θέμα τους, καὶ τὰ πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ θρηνοῦν τὸν ἐρωτικὸ χωρισμό· τὴν πικρότατη ὀρφάνια. Ὁ ρεμπέτης γνωρίζει ὅτι ὁ ἔρως εἶναι μεταθετὸ αἴσθημα καὶ ὅτι ὁ οἶκτος τῶν ἐπικυριάρχων ἡ ἀγάπη εἶναι. Τόσο ἔδειραν τὰ πάθη τοὺς ἀνθρώπους τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ὥστε ἀπώλεσαν τὸ δικαίωμα νὰ ἐκπροσωποῦν τὸν ἑαυτό τους. Στὰ δημώδη ἅσματα ὁ ἐραστὴς καταπλήσσει μὲ τὴν ἀνδρεία, ἐνῶ ὁ ἐραστὴς τῶν ρεμπέτικων τραγουδιὼν ἐκλιπαρεῖ, καθικετεύει, ἑλκύει διὰ τοῦ οἴκτου. Σὲ λιτανεία μετήλλαξε τὸν πανδαμάτορα ἔρωτα τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, ὅπου οἱ περιπτύξεις εἶναι ψυχικὲς οἱ δὲ μνῆμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ὀρθόδοξος ἐρωτικὸς πρωθιερεὺς ἀντιλαμβάνομαι σαφῶς πὼς ἂν δὲν χτίσεις μιὰ ζωὴ σφαλμάτων καὶ ἁμαρτιῶν δὲν θὰ ἐξαρθεῖς εἰς ὑπήκοον τοῦ θανάτου, πὼς ὁπωσδήποτε καλύτερα εἶναι νὰ σὲ σκοτώσουν παρὰ νὰ αὐτοκτονήσεις ἀφοῦ ἡ ἀνίκητη τρομερὴ πλειοψηφία τῶν μοχθηρῶν οὔτε αἰδημοσύνην οὔτε χλωρὸν φόβον ἔνιωσε ποτέ, καί, πὼς ἡ καρδία οἶκος τῆς ψυχῆς ἐστίν. Ἡ φιληδονία εἶναι ἀληθινὴ ἀρρώστια. Τὸ γυμνὸ κορμί σου (εὐφροσύνη τῆς ὁράσεώς μου) ὁδηγεῖ στὸ φθινόπωρο, στὸ φθινόπωρο. Οὐσιαστικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι ἐρωτικὲς ἐπιστολὲς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύο. Δὲν σὲ ἀναπολῶ παρὰ σὰν μιὰν ὅμορφη κοπέλα (ὦ, μεγαλεῖον τῶν ὑψηλῶν γυναικῶν) νὰ ἔρχεσαι μὲ τὴν ἀγκαλιὰ γεμάτη ἄνθη, καὶ τότε σὲ φιλοῦσα καὶ μὲ ἀντιφιλοῦσες, πίστη μου κι ἐλπίδα μου. Ἀγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως ἄγνωστη ποὺ δὲν ξεχνιέται. Ἑορτὴ τῶν Νεκρῶν ἡ μέρα τοῦ χωρισμοῦ. Εἶπες παντοῦ πὼς μὲ μισεῖς, σὰν ὅμως ξανανταμώσαμε, τὴν ὕστατη φορὰ, ἐδάκρυσες καὶ μὲ τρυφερότητα ἅπλωσες τὸ πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στὸ ἱδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα ἐδῶ κοντὰ φτερουγίζεις — μακριά μου ὅσο ποτέ. Μὲ θυμᾶσαι ἆραγε ἀκόμη, φευγάτη μου ἀγάπη;

Οἱ ἐρωτευμένοι χρησιμοποιοῦν ὁλόχρυσα λόγια, λόγια ποὺ καῖνε, ἂν καὶ ἡ ἀγάπη νιώθεται καὶ δὲν τὴν ἀποδεικνύουν. Οἱ ἐρωτευμένοι ἐκφράζονται μὲ ὑπερβολὲς γιατὶ διαβιοῦν ἐν ὑπερβολαῖς. Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει βουνὸ τὴν καρδιὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀγαπήσει πολλὲς φορὲς στὴ ζωή του. Ὁ ἔρως εἶναι ἕνας γλυκόπικρος ἐφιάλτης, σάβανο τῶν ζωντανῶν, φονεὺς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπὸς πουλιῶν, ἐλευθερωτής. Τέτοιους ἔρωτες ψάλλουν τ᾿ ἀδέρφια μου, οἱ ἔσχατοι ρεμπέτες.

Ἀθῆναι, Μάϊος 1967.

(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια»)