Ζεϊμπέκικος, ένας μοναχικός θρήνος, μια μυσταγωγία της ψυχής

Αφιερώματα
Typography
  • Smaller Small Medium Big Bigger
  • Default Helvetica Segoe Georgia Times

Αυτό είναι ένα αφιέρωμα στον ζεϊμπέκικο χορό, που θέλαμε να κάνουμε στο ''Λαρισόραμα'' από καιρό, θεωρώντας τον ένα σπουδαίο στοιχείο της κληρονομιάς μας.

Συγκεντρώσαμε με πολύ σεβασμό στοιχεία από αρκετές πηγές και ελπίζουμε να είναι όλο το αφιέρωμα κατατοπιστικό και εύχρηστο.

Το ζεϊμπέκικο (ή ζεϊμπέκικος) είναι ελληνικός λαϊκός χορός. Το όνομά του οφείλεται στον πληθυσμό των Ζεϊμπέκων. Αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η εμφάνισή του ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα σε αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι χορευόταν στη Μαγνησία και το Αϊδίνιο σε τοπικές γιορτές. Όντας αρχικά αντικριστός χορός δύο ατόμων που έφεραν οπλισμό, εξελίχθηκε σε «μονήρη αυτοσχεδιαστικό ανδρικό χορό».

XL

Ο χορός αντλεί την καταγωγή του από το τάγμα των Ζεϊμπέκων. Οι Ζεϊμπέκοι ως ιδιαίτερη μειονότητα του πληθυσμού της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, επονομαζόμενοι και «ιππότες των όρεων», ήσαν υπό διωγμό εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους. Κατά τον Ηρόδοτο, η λέξη Ζεμπέκος παράγεται από την αρχαία Θρακική λέξη μπούκο, που προερχόμενη από την φρυγική λέξη βέκος σημαίνει βούκα=μπουκιά η οποία με πρώτο συνθετικό την κλητική του Ζεύς, Ζευ, παράγει τη λέξη Ζεϊμπέκηδες, επίσης θεωρεί ότι συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο μια αναζήτηση για την ένωση του πνεύματος με το σώμα, του θεού με τον άνθρωπο και χορευόταν στην απώτερη αρχαιότητα προς τιμήν της Κυβέλης της μητέρας θεάς.

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης σε μια συνομιλία του με τον ρεμπέτη Τάκη Μπίνη έχει υποστηρίξει ότι «οι Ζεϊμπέκηδες ήταν Έλληνες κυρίως από την Μακεδονία και αλλού και Θρακιώτες, που ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στα βάθη της Ασίας. Τους ονόμαζαν Ζεϊμπέκια δηλαδή ζωέμπορους και Μακελάρηδες γιατί έσφαζαν ζώα και τα πουλούσαν. Στο πέρασμα των χρόνων θέλησαν να απαθανατίσουν τον ηρωισμό τους και να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους και έτσι δημιούργησαν αυτόν το χορό, το ζεϊμπέκικο, που τον χόρευαν ένας ένας με σπαθιά στα χέρια και πότε πότε και στο στόμα: βγάζοντας μουγκρητά ή αλαλαγμούς, σαν τα σημερινά όπα, άλα, γιάλα και διάφορα άλλα.

Σύμφωνα με άλλες θεωρίες πρόκειται για κατεξοχήν αρχαίο ελληνικό - θρακικό χορό, που τον μετέφεραν και τον διέδωσαν στην Ασία οι αρχαίοι Αργείοι-Θράκες, όταν ίδρυσαν αποικία στις Τράλλεις (σημερινό Αϊδίνιο) της Μικράς Ασίας. Ο Σίμων Καράς υποστήριζε πως ο χορός είχε κληρονομιά αρχαιοελληνική (ρυθμική - χορευτική) αφού το ρυθμικό τους σχήμα των 9 χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Λεσβίας Σαπφούς.

Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη “Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας” (εκδόσεις Άγρα).
Η ιστορική και λαογραφική μελέτη ''Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας'' αναφέρεται στην ιστορία και τον πολιτισμό ομάδων ανθρώπων με ιδιότυπα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που έζησαν για αρκετούς αιώνες στις κεντροδυτικές περιοχές της αιγαιακής Μικρασίας και αφομοιώθηκαν, χωρίς να αφήσουν επιβιώματα, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα στο πολυεθνικό χαρμάνι της οθωμανοτουρκικής επικράτειας. Πιθανός καρπός επιμειξίας Θρακών μεταναστών και κατοίκων της Φρυγίας, οι Ζεϊμπέκοι αγωνίστηκαν πεισματικά για τη διατήρηση της ελευθερίας και της αυτονομίας τους, ανέπτυξαν δυναμική ληστρική - και συχνά επαναστατική - δράση και έγιναν γνωστοί ως οι σημαντικότεροι εκφραστές της κοινωνικής ληστείας στην Ανατολία. Ορκισμένοι εχθροί της οθωμανικής εξουσίας, που επεδίωκε την καταστολή των εξεγέρσεων και την καθυπόταξή τους, σκοπό τους είχαν την αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας και απέκτησαν θρυλική φήμη (ιδίως οι αρχηγοί τους, οι Εφέδες, με κορυφαίο τον Τσακιτζή - Εφέ, τον επονομαζόμενο Ρομπέν της Ανατολής), που οφείλεται στην παλικαριά, την ντομπροσύνη και τη γοητεία τους. Η ζωή και η δράση τους τροφοδότησε τη λαϊκή καλλιτεχνική φαντασία, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τέχνη της φωτογραφίας, τη δημοσιογραφία, τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

zeybeks 03 768x1102

Ύφος και εκτέλεση
Ο ζεϊμπέκικος ως παλιός χορός είναι αυστηρά ανδρικός γι' αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται, εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως "χορός του αετού". Είναι χορός που δεν έχει βήματα αλλά μόνο φιγούρες και μία συγκεκριμένη κυκλική κίνηση. Ο ρυθμός ακολουθεί το βυζαντινό μέτρο που είναι στα 9/8, ενώ η συνηθισμένη ρυθμική του διάταξη είναι: 2/8+2/8+2/8+3/8 ή 4/8+2/8+3/8. Ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) υποστηρίζει πως ο «ζειμπέκικος είναι χορός σύνθετος που συνδυάζει στοιχεία και από άλλους χορούς: τον τσάμικο και ιδίως τον καλαματιανό, που φαίνεται να έχει και τον ίδιο ρυθμό, αλλά ανάποδα (π.χ. τα 9/8 του ζεϊμπέκικου χωρίζονται σε 2/8+2/8+2/8+3/8, ενώ του καλαματιανού είναι 3/8+2/8+2/8=7/8). Εκτελείται σε χώρο που δεν ξεπερνά το τετραγωνικό μέτρο και κυριαρχείται από αυτοσχεδιαστικές κινήσεις. Ως ιδιόρρυθμος εννεάσημος χορός έχει διαφορετικές μουσικές οργανώσεις και ποικίλλει ανάλογα με το θεματικό περιεχόμενο, τον χώρο προέλευσης και τη χρονική περίοδο που δημιουργήθηκε.

Μετασχηματισμοί
Ο ζεϊμπέκικος ορίζεται ως ρεμπέτικος χορός, τουλάχιστον για την περίοδο 1850-1953 σε ό,τι αφορά στην κοινωνική του διάσταση. Από το 1953 έως το 1980 οι μετεξελίξεις και οι μετασχηματισμοί της ελληνικής κοινωνίας φέρνουν στο προσκήνιο το ζεϊμπέκικο ως λαϊκό χορό. Από το 1980 και εντεύθεν ορίζεται ως πανελλήνιος χορός, που εξελίσσεται σύμφωνα με την ελληνική αστικολαϊκή μουσική παράδοση.

Ο Μάρκος Δραγούμης, μουσικολόγος μετά από μια μεγάλη έρευνα και μελέτη πάνω στο ρεμπέτικο και στο μικρασιατικό τραγούδι, δίνει από ιστορικής πλευράς την εξής άποψη για τις ρίζες του ρεμπέτικου:

«Οι μουσικές ανταλλαγές που είχαν αρχίσει πριν το 17ο αιώνα, κι ίσως πιο πριν ανάμεσα στον ποικίλο πληθυσμό που αποτελούσε το λαϊκό υπόστρωμα των αστικών κέντρων του Αιγαίου, του Ελλήσποντου, της Προποντίδας και της Μαύρης Θάλασσας συνεχίστηκαν με έντονο ρυθμό ως την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.

Οι ανταλλαγές αυτές προκάλεσαν τη δημιουργία απειράριθμων μελωδιών, που οι ρίζες τους βρίσκονται κυρίως στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική με τους «ήχους» της, στην τούρκικη κλασική μουσική με τα «μακάμια» της που ονομάστηκαν από μας «δρόμοι» - στη δημοτική μουσική της Μυσίας, της Αν. Θράκης, της Βιθυνίας και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, στα ελληνικά νησιώτικα και αστικά λαϊκά τραγούδια και τέλος στη δημοτική μουσική τω βορείων γειτόνων μας κι ιδιαίτερα των Ρουμάνων.

Η μουσική αυτή - ίσως επειδή ήταν κάπως ανομοιογενής - δεν τράβηξε όσο θα 'πρεπε την προσοχή των λαογράφων μας, κι έτσι δεν ευτύχησε να καταγραφεί σε νότες και να δημοσιευθεί σε ειδικές συλλογές, όπως η πιο παλιά δημοτική μουσική μας. Δεν χάθηκε όμως. Ένα μεγάλο μέρος της διαφυλάχτηκε σε μια σειρά από δίσκους 78 στροφών, που γυρίστηκαν στις ΗΠΑ κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του αιώνα μας, με εκτελεστές Έλληνες μετανάστες. Εξετάζοντας το υλικό αυτό βλέπουμε ότι πέρα από την καλλιτεχνική του αξία, έχει και μεγάλη ιστορική σημασία, γιατί αποτελεί την πιο ουσιαστική πηγή που διαθέτουμε για τη μελέτη των καταβολών του ρεμπέτικου τραγουδιού».
«Κέντρο μελέτης και έρευνας του ρεμπέτικου τραγουδιού» 1977.

Ο Τουρκικός χορός "Ζεϊμπέκ" (zeybek ή zeybeği ) δεν έχει καμία σχέση με το Ελληνικό Ζεϊμπέκικο. Ρυθμικά είναι μια μορφή αργού τσιφτετελιού που χορεύεται συνήθως ομαδικά.

Ο χορός έχει τις ρίζες του σε τούρκικο παραδοσιακό χορό. Χορευόταν από του Ζεϊμπέκους, ζεϊμπέκηδες οι οποίοι ήταν μια φυλή της Μικράς Ασίας. Η φυλή αυτή δημιουργήθηκε από μια πρόσμειξη Γιουρούκων, που ήταν νομάδες κάτοικοι της Πίνδου, οι οποίοι μετακινήθηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας, αλλά και Τουρκμένιων νομάδων που μετακινήθηκαν από την Ασία (Τουρκμενιστάν). Δημιουργήθηκε μια νέα φυλή, από επαγγελματιες πολεμιστές. Η ύπαρξή τους άλλοτε ενοχλητική και επικίνδυνη και άλλοτε χρήσιμη. Η άγρια πολεμική τους παρουσία, άλλοτε τρόμαζε τις αρχές, προκαλώντας την εκτόπιση τους και άλλοτε γινόταν χρήσιμη ανάλογα με την περίσταση. Όταν τους χρησιμοποιούσαν τους πρόσφεραν διάφορα προνόμια!

Στις τάξεις των επιστρατευμένων Ζεϊμπέκηδων υπήρχαν και Έλληνες Χριστιανοί πολλοί κάποιοι από αυτούς Τουρκοποιήθηκαν, όπως οι γενίτσαροι. Αργότερα σχημάτισαν δικές τους ομάδας Ελλήνων ενόπλων ζεϊμπέκων, οι οποίοι είχαν αντιπαλότητες με τους Τούρκους ζεϊμπέκους. Οι Ζεϊμπέκοι αυτοί ποτέ δεν ξέχασαν τις Ελληνικές ρίζες τους.

Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο οι Τούρκοι ζεϊμπέκηδες είχαν συμμετάσχει και πολεμήσει κατά του Ελληνικού στρατού. Τις πολεμικές αυτές ομάδες διέλυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ αργότερα.

Τα χαρακτηριστικά του χορού δεν έχουν καμία σχέση με τον Ελληνικό μοναχικό χορό ζεϊμπέκικο.

Το Ελληνικό ζεϊμπέκικο προήλθε από το Ρεμπέτικο τραγούδι (1870-1922 στην Μ. Ασία). από μουσικές προσμείξεις Ελληνικής παραδοσιακής και βυζαντινής μουσικής και συνεχίσθηκε στην Ελλάδα, πριν (καφέ αμάν) και μετά, την Μικρασιατική καταστροφή. Η μουσική του Ελληνικού Ζεϊμπέκικου στα 9/8 δεν έχει καμία σχέση με τα 4/4 και τον ρυθμό αργού τσιφτετελιού του zeybek.

Υπάρχουν πολλά είδη ρυθμών "ζεϊμπέk" που μοιάζουν μεταξύ τους αλλά κανένας δεν μοιάζει με το Ελληνικό ζεϊμπέκικο.

Υπάρχουν πολλές απόψεις για την προέλευση του Ελληνικού ζεϊμπέκικου και τους Ζεϊμπέκηδες. Μια μόνιμη παρεξήγηση των τυχαίων συμβάντων με θέμα το ζεϊμπέκικο, την "παραγγελιά", με την αγριάδα των Ζεϊμπέκηδων. Άλλοτε βαπτίζουν το ζεϊμπέκικο σαν αρχαίο Ελληνικό χορό (!) και άλλοτε Τούρκικο.

Μια ματιά στον τρόπο που χορεύεται το zeybek σήμερα κοινωνικά ή Παραδοσιακά με τις στολές, αρκεί για να μας δείξει ότι, το Ελληνικό ζεϊμπέκικο είναι κάτι διαφορετικό και δεν έχει καμία σχέση με τον zeybek.

Κάποτε ήταν χορός μοναχικός και μόνο για τους άντρες. Σήμερα τον χορεύουν όλοι. Φυσικά και οι γυναίκες. Ο ζεϊμπέκικος σήμερα όταν δεν χορεύεται παραδοσιακά (αντικρυστός), παραμένει μοναχικός χορός. Κάθε χορευτής του έχει τις δικές του φιγούρες, με τις οποίες εκφράζεται. Επίσης, ο κάθε χορευτής, χορεύει μόνο ένα τραγούδι, μόνο μια φορά! Πολλές φορές είναι το δικό του, συγκεκριμένο τραγούδι και όχι ένα τυχαίο.

Παλαιότερα, καμιά φορά και στις ημέρες μας, συμβαίνει κάποιος να τολμήσει να διακόψει κάποιον που χορεύει ζεϊμπέκικο. Αυτός ρισκάρει! Κάπως έτσι ξεκίνησε στα χρόνια της Κατοχής, ο θεσμός της "παραγγελιάς". Δηλαδή οι μουσικοί, συνήθως με το...αζημίωτο, προανήγγειλαν το όνομα του "δικαιούχου στον επόμενο χορό. Όσο χόρευε αυτός, δεν επιτρεπόταν να χορέψει κανείς άλλος μαζί του στον ίδιο χώρο ή να τον ενοχλήσει.

Το 1973 ο Νίκος Κοεμτζής, όταν κάποιοι παρενόχλησαν και πρόσβαλαν τον αδελφό του που χόρευε ζεϊμπέκικο με "παραγγελιά", σκότωσε με ένα μαχαίρι τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε αρκετούς ακόμα. Δεν είναι σπάνιο θέαμα στις ημέρες μας, οι συμπλοκές για παρόμοιες παρεξηγήσεις με αιτία ένα ζεϊμπέκικο.

o agrafos nomos tis paraggelias to makeleio sti neraida gia tin timi enos tragoydioy 6

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε πριν από πολλά χρόνια στην εφημερίδα «Τα Νέα» και το υπογράφει ο Διονύσης Χαριτόπουλος.

Είναι ένα κείμενο που αρχικά φαίνεται ότι μειώνει τις γυναίκες, αφού λέει ότι «δεν πρέπει να χορεύουν ζειμπέκικο», ωστόσο επιχειρηματολογεί γιατί δεν πρέπει να χορεύουν τον μοναχικό αυτό χορό:

Διαβάστε το:

Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.  Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων. Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:

Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,

ρίξε μια γλυκιά πενιά,

σαν γεμίσω το κεφάλι,

γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.

(Τσέτσης)

Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.

Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.

Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:

Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα

του θανάτου η καμπάνα και για μένα.

(Τσιτσάνης)


Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,

όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.

(Βαμβακάρης)


Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου. Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.

Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι’ αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.

Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός. Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι προσβολή γι’ αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει. Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας· είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ’ άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά.

(Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες· τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός· και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ’ όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.) Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι’ αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας.

Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων. Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου. Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να μπει».

Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει. Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο. Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.

Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες. Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο. Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.

———

* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».

*Ο Διονύσης Χαριτόπουλος έχει γράψει ένα σχετικό βιβλίο, το ''Ο μοναχικός θρήνος'' και καλό είναι όσοι αγαπάνε τον ζεϊμπέκικο χορό, να το αγοράσουν, για να ξέρουν κάποια πράγματα...είναι μόνο 5 ευρώ...https://www.politeianet.gr/books/9789925565139-charitopoulos-dionusis-aigaion-leukosia-o-monachikos-thrinos-318504

62185495a5e02f64b4c49ca88ec23f78 greece

Έγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης για το ζεϊμπέκικο: ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ - ΟΡΦΙΚΗ ΜΥΗΣΗ!

Το 1934 είδα αληθινούς ζεϊμπέκηδες
που μπαρκάρανε
στη Σμύρνη, στο πλοίο που με πήγαινε
στην Κωνσταντινούπολη.

Πήγαινα να δω τα μωσαϊκά στην Αγία Σοφία,
που εκείνο τον καιρό είχε ξεσκεπάσει
ο Αμερικανός βυζαντινολόγος Ουίτμορ.
Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές
στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς
που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας.
Ο ένας απ’ αυτούς, ως τριανταπέντε χρονών, μιλούσε
καλά ελληνικά και μου έλεγε διάφορα πράγματα.
Ιδίως μου μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός
που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς
δεν τον φτάνει στο χορό.
Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο
για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα.
Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε
να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη.
Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο.
Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ,
σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος
ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης,
που δεν ήταν γνωστό ποιον απευθύνεται και ήταν
σαν να ευγνωμονεί, με πολλή σεμνότητα ένα θεό,
για το θαύμα που είναι η ζωή.
Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε
ένας άλλος ζεϊμπέκης, στο μαγικό ρυθμό 9/8. (…)
Στα βουνά της Αλβανίας, κοντά στη Φτέρα,
άκουσα για πρώτη φορά το ζεϊμπέκικο
που τα λόγια του αρχίζουν ως εξής:
Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια,
μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια…
Είχα γνωρίσει ως τότε τα τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζη
και ήμουν θαμώνας της στο κέντρο της οδού Δώρου
που, πολλές φορές, πήγαινα παρέα
με τον βυζαντινολόγο Ξυγγόπουλο,
τον Κόντογλου και άλλοτε
με τον Τζούλιο Καΐμη.

Μα το ζεϊμπέκικο που άκουσα στην Αλβανία ερχόταν
από έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό,
που μου απεκάλυπτε μια άλλη πλευρά του ανθρώπου.
Το ζεϊμπέκικο και τα ρεμπέτικα υπήρχαν βέβαια, ήδη
από το 1900 και οι μεγάλοι του ρεμπέτικου
είχαν δημιουργήσει αριστουργήματα.
Αλλά οι αστικές προκαταλήψεις είχαν βρει έναν τρόπο
να το αποκρύψουν, ακόμη και απ’ αυτούς
που τους ενδιέφερε.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Εγγλέζοι
με τους Έλληνες από τη Μέση Ανατολή, μαζί
με το σουίνγκ άρχιζε να ανθίζει με μια νέα βλάστηση,
και υπό νέο πνεύμα, το πανάρχαιο ζεϊμπέκικο.
Ο κεντρικός του ναός για μας τους Αθηναίους
ήταν το κέντρο “Ο Μάριος” σ’ ένα σπίτι της οδού Ίωνος δεύτερο πάτωμα, όπου άκουσα
για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη.
Η λέξη ναός δεν είναι υπερβολή. (…)
Ο χαρακτήρας του ναού εδίδοντο και ενισχύονταν
από την αυστηρότητα του διευθυντή που δεν επέτρεπε
την παραμικρή σύγκρουση, πολύ περισσότερο
το μεγάλο καβγά για παραγγελιές
και άλλες ασήμαντες αφορμές. (…)

Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων
και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί
το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό,
αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες
που έχουν αληθινά ορφική μύηση.
Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν
την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος.
(από τον τόμο Αγαθόν το εξομολογείσθαι, Καστανιώτης 1989)

Κάποτε ο Γιάννης Τσαρούχης είχε δηλώσει πως:
Γυναίκα δεν χορεύει ζεϊμπέκικο.
Ούτε άντρας τσιφτετέλι.
Πάει τελείωσε.

Και λίγα ακόμη λόγια:
Ο ζεϊμπέκικος, δεν διδάσκεται.
Πως να διδάξεις ψυχή;
Βγαίνει από μέσα σου, αβίαστα, ο ρυθμός.
Είναι αυτοσχέδιο.
Υπακούει όμως σε ορισμένους, άγραφους, κανόνες.

Είναι αντρικός, με την έννοια της αξιοπρέπειας
και όχι του κουτσαβακισμού.

Αντρικός, με την έννοια του βλέμματος.
Της ψυχής............... Της λύπης.....................

Έχω δει άντρες να ξεφτιλίζονται
και να ξεφτιλίζουν το χορό, σαν τραγικοί φασουλήδες.

Και γυναίκες να κουβαλάνε πιο πολύ μαγκιά
από δέκα ντουζίνες «αντρών».

Έχω δει άντρες να βαρυπατούν και να ανοίγει η γη.

Έχω δει γυναίκες να χορεύουν μόνο και μόνο
για να δείξουν ότι είναι γκόμενες.
Παρ’ όλα αυτά, το ζεϊμπέκικο είναι αντρικός χορός.

Το (ελληνικό) ζεϊμπέκικο είναι μοναχικός χορός.
Δεν είναι «δείτε με».

Δε χορεύεις σαν τον καραγκιόζη,
όλο το βράδυ – δήθεν βαρύμαγκα μου.

Σηκώνεσαι, χορεύεις ταπεινά
μια μόνο φορά
αυτό που σε εκφράζει και κάθεσαι.

Το ζεϊμπέκικο είναι χαρμολύπη.
Δεν είναι κουτσοπήδημα.
Είναι γη και -λίγο- ουρανός.

Σκύβεις, αλλά δεν είσαι σ κ υ φ τ ός.

Σκύβεις να πάρεις δύναμη από τη γη και σηκώνεσαι,
κοιτώντας προς τον ουρανό, να την ξαναδώσεις.

Το ζεϊμπέκικο, είναι πόνος.
Είναι φωτιά. Είναι βροχή στη στράτα.

Το ζεϊμπέκικο είναι έρωτας.
Είναι αγάπη που κάηκε στη φλόγα.

Είναι μυσταγωγία.
Είναι περηφάνια και συντριβή.

Υψώνεσαι και ταπεινώνεσαι.

Το ζεϊμπέκικο είναι κατάθεση μαγκιάς.

Είναι η κάφτρα του τσιγάρου που σου καίει το δάχτυλο.

Είναι το ποτήρι που θρυμματίζεται με κρότο στο πάτωμα.

Είναι το σιχτίρισμα, το ξέσπασμα, το γαμώτο.

Το ζεϊμπέκικο, είναι η ζωή: Ο κύκλος της ζωής
και του θανάτου.

Χορεύεις γύρω από ένα νοητό κύκλο.

Που μπορεί να είναι το πηγάδι της ψυχής σου.

Μπορεί να είναι τα όρια σου.

Μπορεί να είναι ο εαυτός σου.

Είναι η ζωή που εδώ τελειώνει γιατί δεύτερη φορά
δεν θα ξαναγαπήσεις.

Ζεϊμπέκικο, είναι η λογική σου κι η τρέλα σου.
Είναι η απόφαση να πετάξεις τα σκεπάσματα
και να βγεις στο δρόμο με βροχή γιατί…
...... «καλύτερα μαζί σου και τρελός».

Υ.Γ.. Ο  Δημήτρης Μητροπάνος στη «Ρόζα» του είναι απίστευτα απλός και συγκινητικός, όταν στο κενό των στίχων, βρίσκει πάντα ευκαιρία να βγάλει την ψυχή του εκεί μπροστά στο κοινό του. Δώστε σημασία στο 3.18 ....συγκλονισικός!!!

 

Το περίφημο «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» του Μάνου Λο'ί'ζου είναι μέχρι σήμερα από τις διασημότερες μελωδίες της ελληνικής μουσικής και συχνά χορεύεται από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν καν την προέλευση της.


Η μελωδία που έγραψε ο αείμνηστος Μάνος Λοΐζος για να «ντύσει» μια από τις πλέον χαρακτηριστικές σκηνές της «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού, μιας ταινίας του 1971, «σφράγισε» το σύγχρονο σινεμά της χώρας και την ελληνική μουσική σκηνή..

Στη σκηνή, σε μια ταβέρνα της Κάτω Κηφισιάς ένας νεαρός λοχίας χορεύει το ζεϊμπέκικο για χάρη της Ευδοκίας, μιας νεαρής πόρνης. Αρχικά, το ζεϊμπέκικο που χόρευε ο ηθοποιός ήταν «Η άτακτη» του Μάρκου Βαμβακάρη, ωστόσο, ένας από τους ηθοποιούς της ταινίας έφερε σε επαφή τον Αλέξη Δαμιανό με τον Μάνο Λοΐζο, οι δυο τους «τα βρήκαν» και ο συνθέτης έγραψε την ιστορική μελωδία.

Αρχικά, ο Λοΐζος ήθελε το τραγούδι να έχει και στίχους, ωστόσο ο σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του Λευτέρης Παπαδόπουλος αρνήθηκε (!) να «ντύσει» με λόγια τη μελωδία, λέγοντας στο Λοΐζο ότι «αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν». Τελικά, το τραγούδι ηχογραφήθηκε ως είχε, με τον Θανάση Πολυκανδριώτη να παίζει με παλιό τζουρά τη μελωδία, ώστε να βγει πιο αυθεντικός ο ήχος.

Όσον αφορά στον χορευτή του «Ζεϊμπέκικου», αυτός ήταν ένας νεαρός οικοδόμος από την Καβάλα, ονόματι Γιώργος Κουτουζής, που μόλις είχε απολυθεί από το στρατό. Ο Δαμιανός τον συνάντησε τυχαία στην Νέα Ερυθραία έξω από ένα καφενείο, να προσπαθεί να αμυνθεί σε έναν καβγά, όπου για να προστατευθεί είχε σηκώσει ένα μηχανάκι στον αέρα, απειλώντας να το πετάξει στους αντιπάλους του. Μόλις είδε τη σκηνή από το αυτοκίνητό του ο Δαμιανός είπε, «αυτός κάνει για τον λοχία». Σημειωτέον ότι εκτός από τον Κουτουζή και η Μαρία Βασιλείου που ερμήνευσε συγκλονιστικά την Ευδοκία, ήταν τότε ερασιτέχνης ηθοποιός.

Ο ίδιος ο Γιώργος Κουτούζης που τον χόρεψε στην ταινία ''Ευδοκία'', θυμάται:
«Η σκηνή του ζεϊμπέκικου, πάντως, γυρίστηκε σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά, στα παλιά σφαγεία, όπως λεγόταν τότε η περιοχή. Ο Μάνος Λοΐζος όχι μόνο δεν ήταν παρών στο ταβερνάκι αλλά ούτε καν ως γνωριμία με τον Αλέξη δεν υπήρχε ακόμα. Το ζεϊμπέκικο που χόρεψα ήταν του Βαμβακάρη, η "Άτακτη". Μέχρι τότε όλη η ταινία ήταν ακόμα γυμνή από μουσική. Το γνωστό ζεϊμπέκικο το πρωτάκουσα όταν πήγα και την είδα στον κινηματογράφο. Μετά τις λέξεις στο φλιτζάνι "η κορόνα κι ο σταυρός, φυλάξου από τον σταυρό", είδα τη σκιά του σταυρού του λοχία στο πάτωμα κι έκανε εκείνο το μπάσιμο η μουσική και ξαφνιάστηκα, σχεδόν αναπήδησα από το κάθισμά μου. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι ανατρίχιασα με μια παράξενη αίσθηση συγκίνησης. Ήχησε στ’ αυτιά μου ένα από τα ωραιότερα ακούσματα. Αυτός ο ήχος, αυτή η μουσική, με έκαναν να σκεφτώ ότι αν ήταν από την αρχή στα γυρίσματα, το ζεϊμπέκικο θα ήταν διαφορετικό. Ένιωσα ότι έδωσα λίγα, αν και αυτό ήταν το πρώτο της ζωής μου. Θυμάμαι, όταν με ρώτησε ο Αλέξης, “ξέρεις ζεϊμπέκικο, έχεις χορέψει ποτέ;”, του είχα πει “όχι, αλλά θα προσπαθήσω”. Δεν φανταζόμουν τότε ότι αυτό το ζεϊμπέκικο θα το έντυνε ένας μουσικός ύμνος».
Εδώ πια μαθαίνουμε και ότι, όταν χόρεψε στα γυρίσματα, χόρεψε με άλλο τραγούδι και μετά ντουμπλαρίστηκε το τραγούδι του Λο'ί'ζου''.

 

evdokia